
Του Μιχάλη Γκουντή
Εισαγωγή
Σε προηγούμενο μας άρθρο είχαμε καταρρίψει την μαρξιστική «υπεραξία» δείχνοντας στην ουσία, ότι ο καπιταλιστής και το κεφάλαιο που διαθέτει αποκτήθηκε μέσω δικής του αποταμίευσης, η οποία με τη σειρά της αποκτήθηκε μέσω δικής του εργασίας. Τα μέσα παραγωγής στην ουσία «περιέχουν» τη συνολική εργασία και χρόνο που διέθεσε ο καπιταλιστής για να τα αποκτήσει. Είναι μόνο στο τέλος της διαδικασίας, όπου ο εργάτης έρχεται και προσθέτει τη δική του εργασία στην παραγωγή του τελικού προϊόντος. Σε εκείνο το άρθρο είχαμε μάλιστα κάνει την παραδοχή ότι το ποσό της εργασίας είναι εκείνο με το οποίο θα συγκρίνουμε τις διαφορές ανάμεσα στις αμοιβές του καπιταλιστή και του προλετάριου.
Στο παρόν άρθρο, θα επιχειρήσουμε διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Θα αποδείξουμε ότι οι διαφορές στις αμοιβές δικαιολογούνται λόγω της διαφοράς στις χρονικές προτιμήσεις του καπιταλιστή και του εργάτη. Είναι προϊόν δηλαδή των προσωπικών επιθυμιών και των δύο και ως εκ τούτου η «υπεραξία» δεν είναι προϊόν ούτε εκμετάλλευσης, ούτε και θύμα κλοπής. Βασιζόμαστε πάλι στα έργα του μεγάλου Αυστριακού οικονομολόγου Eugen von Böhm-Bawerk και πιο συγκεκριμένα στα έργα του: Karl Marx and the close of His system (1896) , The Positive Theory of Capital (1888) και Capital and Interest (1890).
Χρονική προτίμηση καπιταλιστή και προλετάριου
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τις διαφορές στην σκέψη του καπιταλιστή και του προλετάριου, πρέπει πρώτα να εξετάσουμε τη σημασία ενός όρου: της χρονικής προτίμησης. Χρονική προτίμηση είναι η τάση των ανθρώπων να αποταμιεύουν και να δαπανούν σε διαφορετικό βαθμό. Κάποιος με χαμηλή χρονική προτίμηση τείνει να αποταμιεύει περισσότερο από το ότι ξοδεύει. Ένας με υψηλή χρονική προτίμηση αντιθέτως δαπανά περισσότερο από ότι αποταμιεύει.
Δεδομένου ότι τα κεφαλαιουχικά αγαθά ως επένδυση αποκτούνται μέσω της αποταμίευσης, θα λέγαμε ότι ο καπιταλιστής έχει χαμηλότερη χρονική προτίμηση από τον προλετάριο, που δεν επενδύει σε κεφαλαιουχικά αγαθά.
Για να το απεικονίσουμε καλύτερα, ας φανταστούμε το παρακάτω παράδειγμα. Έχουμε ένα κλειδωμένο σεντούκι με 120 χιλιάδες ευρώ στο εσωτερικό του και μας γίνεται η εξής προσφορά: α) είτε περιμένουμε 1 χρόνο για να χρησιμοποιήσουμε το κλειδί που ανοίγει το σεντούκι με τα ευρώ ή β) ανοίγουμε το σεντούκι και παίρνουμε από μέσα μόνο τα 100 χιλιάδες ευρώ τώρα. Η διαφορά αυτή του 20% είναι αυτό που ονομάζουμε «επιτόκιο».
Ο καπιταλιστής επιλέγει το πρώτο. Περιμένει, θυσιάζει κατανάλωση στο τώρα με σκοπό μία πιο κερδοφόρα επένδυση στο μέλλον. Ο προλετάριος προτιμά τα χρήματα στο τώρα και ως εκ τούτου δεν τον ενδιαφέρει μία μελλοντική κερδοφόρα επένδυση στον ίδιο βαθμό. Γι’ αυτό και φυσικά βλέπουμε ότι ο προλετάριος πληρώνεται αρκετά νωρίτερα για την εργασία του, πριν δηλαδή ο καπιταλιστής αρχίσει να έχει κέρδη από την τελική πώληση του καταναλωτικού αγαθού.
Η σχέση καπιταλιστή και προλετάριου είναι συμβιωτική και όχι παρασιτική
Φανταστείτε έναν κόσμο, όπου όλοι είχαμε την ίδια ακριβώς χρονική προτίμηση. Αποταμιεύαμε με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και ξοδεύαμε εξίσου το ίδιο. Η παραγωγή αγαθών θα ήταν πολύ περιορισμένη. Ο καθένας μας θα μπορούσε να διαθέσει μόνο τη δική του εργασία στην παραγωγή, η οποία θα ήταν και αποκλειστικά μία ατομική υπόθεση. Ο καπιταλιστής ανήκει σε μία σχετική μειοψηφία ανθρώπων που κάνει ακριβώς αυτό όμως. Αναμένει, οργανώνει τις ενέργειές του, αποταμιεύει και δρα όταν θεωρεί τη στιγμή κατάλληλη.
Ο προλετάριος, με τη βοήθεια του καπιταλιστή, στην ουσία αποφεύγει να λάβει το ρίσκο του λαμβάνει εκείνος. Ενώ ο προλετάριος προτιμά την πιο σίγουρη αμοιβή στο τώρα, ο καπιταλιστής είναι πιο πρόθυμος να ρισκάρει, ώστε να αποκτήσει την μεγαλύτερη αλλά πιο αβέβαιη ανταμοιβή στο μέλλον. Αυτό εξηγεί και γιατί υπάρχουν αυτές οι δύο τάξεις ανθρώπων (οι καπιταλιστές/επιχειρηματίες και οι «προλετάριοι»). Οι πρώτοι είναι πρόθυμοι να αναλάβουν το ρίσκο της αβεβαιότητας. Οι δεύτεροι όχι και τόσο. Για του λόγου το αληθές, οι εργατικοί συνεταιρισμοί είναι σαφώς λιγότεροι σε αριθμό.
Η «υπεραξία» είναι ένας μύθος
Δεδομένου του ότι ο καπιταλιστής και ο προλετάριος έρχονται σε συμφωνία εθελοντικά, εξ ορισμού δεν υφίσταται εκμετάλλευση. Εφόσον και οι δύο συνεργάζονται έχοντας διαφορετικές χρονικές προτιμήσεις, τότε θα λέγαμε ότι δεν υπάρχει υπεραξία, οπότε ούτε και κλοπή της. Αυτό διότι ο προλετάριος γνωρίζει ότι τα εισοδήματά του θα είναι άμεσα και μικρότερα και όχι μακροπρόθεσμα και μεγαλύτερα. Και αυτό επιθυμεί. Δεν θέλει να λάβει το ρίσκο που αναλαμβάνει ο καπιταλιστής. Ο καπιταλιστής παρέχει στον προλετάριο την δυνατότητα να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί: εισόδημα τώρα. Ο προλετάριος παρέχει στον καπιταλιστή αυτό που ο δεύτερος επιθυμεί. Εισόδημα στο μέλλον. Κλασική περίπτωση αμοιβαίας συναλλαγής που ωφελεί και τους δύο. Αυστριακή πραξεολογία στα καλύτερα της.
https://www.eleytheriagora.gr/82034-2/