Pertinax έγραψε: ↑01 Μάιος 2019, 20:11
Είσαι σίγουρος;
Εγώ βλέπω ότι
- ο Ζυγομαλάς είχε ευσεβείς πόθους σε περιόδους που διδάσκονταν μόνο κάτι κολλυβογράμματα από ιερείς
- ο Πατροκοσμάς δεν μιλούσε για επανάσταση, αλλά για αποκαλυπτική Θεία επέμβαση, αν το γένος τηρούσε σωστά τα πάτρια (θυμίζοντας προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης)
- ο Νηφάκος γράφει πως οι Μανιάτες ενδιαφέρονταν μόνο για την ελευθερία της πατρίδας τους της Μάνης (την ιδέα της ελεύθερης και απάτητης Μάνης τη χαρακτηρίζει
μωρία) και ότι έπρεπε να φτιάξουν σχολεία για να βάλουν μυαλό, να μη λεηλατούν τις γειτονικές περιοχές και να είναι ευπειθείς (σε ποιους;)
- Ο Ζυγομαλάς δίνει μια κατεύθυνση. Η μαρτυρία του είναι πολύ καλή.
- Και πού ακριβώς στην Παλαιά Διαθήκη επεμβαίνει ο Θεός χωρίς να κουνηθούν και οι πιστοί ;

- O Νηφάκος θέλει να γίνουν σχολεία για να μην μαλώνουν οι Μανιάτες μεταξύ τους , όχι για να μην λεηλατούν γειτονικές περιοχές. Επίσης να επέλθει ευταξία και όχι αναρχία όπως επικρατούσε τότε. Δεν χαρακτηρίζει μωρία την ιδέα της ελεύθερης Μάνης , αλλά τις δεισιδαιμονίες και τις κακοπραξίες που κάνουν τους Μανιάτες να νομίζουν πως διατηρούν την ατομική τους πατρογονική ελευθερία εντός της ίδιας της Μάνης και έναντι των άλλων Μανιατών.
Εδώ είναι το κείμενο ολόκληρο του Νηφάκου :
https://docplayer.gr/39639801-Nikitas-n ... -akis.html
Αυτά που ο Νηφάκος θεωρεί μωρία ενώ οι Μανιάτες παππουδική ελευθερία :
Οι άνδρες , άλλοι περπατούν στον κούρσον και κλεψίες
και άλλοι σ ́άλλους πολεμούν να κάμουν απιστίες.
Άλλος αλλούθε περπατεί να εύρη τι να κλέψη
και άλλος άλλον καρτερεί δια να τον φονέψη
Άλλος τον πύργον του κρατεί να μην τον πιάση άλλος
και άλλος άλλον κυνηγά και άλλον πάλιν άλλος.
Και γείτονας τον γείτονα, κουμπάρος τον κουμπάρον
και αδελφός τον αδελφόν τον βλέπει σαν το χάρον
Και άλλος φονικόν χρωστά και άλλου του χρωστούσι,
εις άλλος φίλοι τάζονται και άλλον απιστούσι.
Άλλος γυρεύει αδελφόν και τον πατέραν άλλος
και άλλος πάλιν πάππον του και τον προπάππον άλλος
και άλλος πρώτον ξάδελφον , άλλος ανεψιόν του
και άλλος άλλον συγγενή και άλλος τον υιό του
Γιατί όσοι πηγαίνουσι στον Άδη σκοτωμένοι
και δεν τους εδικιώσουσι , μεινέσκουν κολασμένοι
Δεν θέλουν να αλλάξουσι, δεν θέλουν να πλυθούσι
και μήτε μπαρμπερίζονται , αν δεν δικαιωθούσι,
Τους βλέπεις με τα γένεια και καταλερωμένους
σαν βρυκολάκκους άγριους και παντ ́αρματωμένους,
και γέρους ογδοήκοντα χρονών και παραπάνω
τους βλέπεις με τα άρματα να τα βαστούν απάνω.
Το κοίταγμα τους άγριο, άσχημη θεωρία
και μάτια έχουν κόκκινα και νύχια σαν θηρία,
Αν αποθάνη και κανείς ασκότωτος , τον κλαίσι,
ασκότωτον, αρμάτωτον , αδίκιωτον τον λέσι,
τον κλαίουσι και σκούζουσι γιατί δεν ημπορούσι
μηδέ ελπίζουσι ποτέ τον χάρον να ευρούσι
δια να τον σκοτώσουσι και να δικαιωθούσι,
να πάρουσι το δίκιο τους να παρηγορηθούσι.
Για τα παιδιά τα μιρκά, όταν γεννηθούσι,
χυλόπιττες μοιράζουσι για να τα ευχηθούσι
στην πόρταν όλοι τρέχουσι και τουφεκιές βαρούσι
και να τους βγαλουσι χυλόν να φάσι καρτερούσι
εκεί και χήρες τρέχουσι και καλομοίρες πάσι
να το καλομοιράνουσι , χυλόπιττες να ́φασι,
Οι καλομοίρες λέγουσι "καλώς ήρθε να ζήση ,
να γένη καλό στ ́άρματα και τους εχθρούς να σβήση"
οι χήρες πάλιν στέκονται σαν παραπονεμένες
καλές ευχές του δίδουσι κ ́εκείνες οι καημένες:
"Εμείς άνδρα δεν έχομε να σας το τουφεκίση,
μον ́ο Θεός που τό δωσε να σας το τουφεκίση"
Τους ξένους όταν τύχωσι στον τόπο τους να πάγουν,
κουμπάρους τους εκάμνουσι και τους καλούν να φάγουν
και όταν θέλη να εβγή ο ξένος, τον κρατούσι
και ωσάν φίλοι του λαλούν και τόνε νουθετούσι:
"Κουμπάρε", λέγουσιν "ημείς θέλομεν το καλό σου
και τούτα, όπου σου λέγομεν , βάλε τα στο μυαλό σου
και έβγαλε την φέρμελην , γελέκι και ζωνάρι
και το βρακί μπορεί κανείς εχθρός να σου το πάρη
και να σε γδύσουσι εχθροί, να σου τα πάρουν άλλοι,
ζημίαν φέρνεις εις εμάς και εντροπή μεγάλη.

Για τούτο κουμπαρούλη μου, σωστά να σου τα ειπούμε,
και φέσι και πουκάμισο να αφήσης αγαπούμε
Και τα παπούτσια βγάλε τα , τι χρειάζονται σε σένα;
ετώρα είσαι σίγουρος μη σκιάζεσαι κανέναν."
Και έτσι τον ταλαίπωρον τον ξένον τον εγδύνουν,
κατάσαρκον οι άσπλαχνοι να τρέχη τον αφήνουν.
Αν τύχη και καμμιά φορά καράβι να ξεπέση
από τις αμαρτίες του στον τόπο τους να πέση,
Φραντζέσκο, Σπανιόλικο, Εγκλέζικο ή άλλο
ή Τούρκικον, Μοσκόβικο , μικρί ή και μεγάλο,
καθένας το μερίδι τους να πάρη , γιέ , θέλει
και τάβλες το μοιράζουσι , καθόλου δεν τους μέλει
Ανθρώπους δεν εντρέπονται, Θεόν και δεν φοβούνται,
πτωχούς δεν ευσπλαχνίζονται, τους ξένους δεν λυπούνται
Πολλήν έχουν ωμότητα και θηριογνωμίαν,
δεν έχουν ομοιότητα ανθρώπινην καμμίαν.
Ετούτοι μαγαρίζουσι τον τόπο που πατούνε,
γιατί και τον διάβολον κοντά τους τον βαστούνε.

Αυτοί την Μάνην την λοιπήν την κακονοματίζουν
και όπου πάγουν τ ́όνομα αυτής το μαγαρίζουν.
Γυναίκες, άνδρες, γέροντες και τα μικρά παιδία
δεν έχουσι απάνω τους ανθρώπου μυρωδία,
Με τούτους όποιος γευθή βέβαια μαγαρίζει
και την ψυχή του κόλασε και δεν το εγνωρίζει
Μηδέ χαιρετισμόν κανείς δεν πρέπει να τους δίδη
αλλά να φέυγη απ ́αυτούς ωσάν από το φίδι.
Οι Τζιμοβιώτες μοναχά είναι καλοί ανθρώποι,
τους μαρτυρούν τα ήθη τους και οι καλοί τους τρόποι
Στο φανερόν πραγματευταί και στον κρυφόν κουρσάροι,
μικρούς, μεγάλους άνεμος και λίχνη να τους πάρη,
Αχάριστοι απάνθρωποι , ψεύτες κατεργαραίοι,
μπαρόνηδες και κόλακες κ ́οι εργαστηριαραίοι.
Πλην τούτα όλα γίνονται από την απειθίαν
αυτή πάλιν προέρχεται από την αμαθίαν
από αυτή πάλιν προέρχεται και η ασυμφωνία
και η επικατάρατος η δεισιδαιμονία,
πως τάχα την παππουδικήν κρατούν ελευθερία
και τούτο δεν είν ́άλλο τι, παρά πολλή μωρία
Και δι αυτό δεν θέλουσι να πείθωνται εις άλλους
μηδέ ακολουθούν ποτέ συμφώνως τους μεγάλους,
Αλλ ́όταν τις αλλόφυλος, αν ήθελε θελήσει
να έλθη στην πατρίδα τους για να τους πολεμήση,
ετότες συμφωνούν ευθύς και τρέχουν σαν θηρία
να δείξουν την ανδρεία τους και την ελευθερία.