Spiros252 έγραψε: ↑01 Φεβ 2019, 16:31
Όταν όμως προ της δημιουργίας προ-γνωρίζεις το αποτέλεσμα και παρόλα αυτά το πράττεις, αυτό ισοδυναμεί με το προ-ορίζεις.
Αν μια εταιρεία στο μέλλον έφτιαχνε ρομπότ με την γνώση / ασφαλή πρόβλεψη ότι θα γίνουν αργά ή γρήγορα επιθετικά και θα σκοτώνουν ανθρώπους, κανένα δικαστήριο δεν θα την αθώωνε αν ισχυριζόταν ότι αυτά είχαν ελεύθερη βούληση.
Γενικά νομίζω ότι όλα αυτά τα θεολογούμενα δεν θα λυθούν και ποτέ. Μπορεί να βρείς ενδιαφέρων τον παρακάτω διάλογο που είχα διαβάσει κάποτε ( στο sarantakos.wordpress στο τμήμα του σχολιασμού ):
Άλλο «ήρθε» ο Χριστός , κι άλλο «χρειάστηκε να έρθει». Σε αντίθεση με την πρώτη διατύπωση η δεύτερη ρέπει επικίνδυνα προς τη συμπαραδήλωση πως η ενανθρώπιση δεν ήταν εξαρχής ενταγμένη στο προαιώνιο σχέδιο του Θεού, αλλά αποτέλεσε εναλλακτική κίνηση. Πώς είναι, όμως, ποτέ δυνατόν οποιαδήποτε ενέργεια του άχρονου, προγιγνώσκοντος και απόλυτα ελεύθερου Θεού να διέπεται από εναλλακτικότητα; Πώς θα μπορούσε ποτέ οποιαδήποτε ενέργεια ή παράλειψη ανθρώπου, οποιαδήποτε έκβαση ή τροπή να εξαναγκάσει τον Θεό στο οτιδήποτε; Αδύνατον. Συνεπώς, ακόμα και για εμάς τους ανθρώπους, τους υποκείμενους σε περιορισμούς πάσης φύσεως, ο ισχυρισμός πως η ενανθρώπιση θα πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια εναλλακτική θεϊκή παρέμβαση, απόρροια της Πτώσης, κατά την προσωπική μου κρίση και αντίληψή έρχεται σε ευθεία αντιπαράθεση με εδραιωμένες και αδιαπραγμάτευτες ιδιότητες του Θεού.
Εξίσου προβληματική θεωρώ, τώρα, και την ερμηνεία που δίνεται για τη «μετάνοια» του Θεού. Κατά τη γνώμη μου, λοιπόν, δεν αρκεί από τη μια να αναγνωρίζεται το παράδοξο ενός προγιγνώσκοντος, απαθούς Θεού που «μετανιώνει», κι από την άλλη να επισημαίνεται η σχετικότητα των ανθρωποπαθών αυτών εκφράσεων. Το να λέμε, φερ’ ειπείν πως όταν ο Θεός εμφανίζεται να περιμένει, να δοκιμάζει, να ζηλεύει, να αποφασίζει ή να μετανιώνει, πρόκειται απλώς για ανθρωποπαθείς εκφράσεις, αν το καλοσκεφτούμε δεν έχει λογικό αντίκρισμα, αφού ακόμα κι αυτές οι απλές εκφράσεις του πεπερασμένου ανθρώπινου λόγου προφανώς κάτι προς αυτήν την κατεύθυνση θα θέλουν να πουν! Αν δηλαδή αυτό που «ένιωσε» ο Θεός στην περίπτωση του Ιωνά, ας πούμε, και που συμβατικά αποδόθηκε με τη φθαρτή, ανθρώπινη λέξη «μετανόησε», στην πραγματικότητα δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτό που εμείς συνειρμικά καταλαβαίνουμε όταν ακούμε τη λέξη αυτή, τότε με τι ακριβώς έχει σχέση; Αν το «μετάνιωμα» αυτό, δηλαδή, δεν εκφράζει ούτε αλλαγή γνώμης ούτε κάτι παρεμφερές που να συνυποδηλώνει μεταβλητότητα, τότε πώς ακριβώς θα πρέπει να γίνει κατανοητό;
Προσωπικά, λοιπόν, το βλέπω ως εξής: Εάν το «μετάνιωμα» του Θεού εκφράζει έστω και απειροελάχιστα αυτό που όλοι καταλαβαίνουμε όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη λέξη αυτή, τότε έχουμε ευθεία σύγκρουση με αδιαπραγμάτευτα παραδεδομένα: ένας άχρονος, προγιγνώσκων, απαθής, απόλυτα ελεύθερος, αμετάβλητος και αναλλοίωτος Θεός δεν «εξαναγκάζεται» από τίποτα κι από κανέναν – είτε το πούμε «μετάνιωμα» είτε «αλλαγή στάσης» είτε «μεταβολή της απειλής». Μα κι αν πάλι με τη λέξη «μετάνιωμα» περιγράφεται ανθρωποπαθώς κάποια άλλη ψυχική κατάσταση που εννοιολογικά δεν ταυτίζεται μ’ αυτό που εμείς φανταζόμαστε, αλλά αποδίδει κάτι διαφορετικό που κι αυτό δεν είμαστε σε θέση να το κατανοήσουμε απόλυτα με τη δική μας περιορισμένη λογική, τότε δεν είναι αυτό μια ξεκάθαρη ομολογία ότι τελικά, αφού εδώ οι λέξεις χάνουν το νόημά τους, δεν μπορούμε να έχουμε ιδέα για το τι είναι, πώς σκέφτεται και τι ακριβώς θέλει ο Θεός;
Για το θέσω διαφορετικά: παρόλο που κατ’ εμέ ακόμα και η απλή διατύπωση «ο Θεός θέλει» σαφώς υποδηλώνει ένδεια (κάτι που όμως δε συμβιβάζεται με ιδιότητες όπως απάθεια και αμεταβλητότητα), δεν μπορούμε να πούμε πως η πορεία του ανθρώπου προς την κατά χάριν θέωση μέσω της ενανθρώπισης δεν ήταν μέσα στις άχρονες «επιθυμίες» του Θεού, αφού δεν είναι δυνατόν να δεχτούμε πως ο Θεός δημιουργώντας την κτίση έθεσε έναν στόχο (κατά χάριν θέωση χωρίς την ενανθρώπιση) για τον οποίο αχρόνως και προαιωνίως γνώριζε πως δεν επρόκειτο να επιτευχθεί παρά μόνο μέσω ενός εναλλακτικού σχεδίου (σωτηρία και κατά χάριν θέωση μέσω της ενανθρώπισης). Δεν έχει καμία σημασία αν η δυνατότητα του ανθρώπου να ενωθεί με τον Θεό ήταν δυνητική. Ο ίδιος ο Θεός γνωρίζοντας εκ των προτέρων την τελική έκβαση δεν είναι δυνατόν να μην είχε εντάξει την ενανθρώπιση ήδη εξαρχής στο προαιώνιο Σχέδιο του. Η θέση δε αυτή δε οδηγεί κατ’ ανάγκη στον προορισμό όπου ο προγιγνώσκων Θεός προκαθορίζει (και άρα επιθυμεί). Γιατί εδώ δε μιλάμε για ατομικές επιλογές των ανθρώπων τις οποίες ο Θεός προαιωνίως γνωρίζει, αλλά –σεβόμενος την ελευθερία βούλησης– δεν προκαθορίζει. Εδώ μιλάμε για μια δυνατότητα που αν δεν είχε δοθεί στον πεπτωκότα άνθρωπο, ο σκοπός της Δημιουργίας εκ των πραγμάτων θα είχε ακυρωθεί. Συνεπώς η ενανθρώπιση δεν μπορεί να τοποθετηθεί έξω από τις «αρχικές επιθυμίες» του Θεού.
Από την πλευρά του Θεού τα πάντα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, απλώς «είναι έτσι». Εμείς όμως οι άνθρωποι, μιλάμε και γράφουμε με δεδομένη τη σχετικότητα του χρόνου και την άγνοια του μέλλοντος.
Είναι άραγε πρόβλημα να ζούμε έτσι; Νομίζω όχι. Για τον κάθε ένας από εμάς για παράδειγμα, υπάρχει μια ζωή στα πλαίσια του μικρόκοσμου του, και μια ταυτόχρονη ζωή στα πλαίσια του σύμπαντος. Οι περισσότεροι από εμάς, τις περισσότερες φορές, ζούμε με το μυαλό προσηλωμένο στη ζωή του μικρόκοσμου: δουλειά, οικογένεια, φίλοι, γνωστοί, κοινωνική ζωή, προσφορά, προβλήματα, ενδιαφέροντα. Δηλαδή, δεν ζούμε τη ζωή μας σαν μια απειροελάχιστη σκόνη του διαστήματος, όπως πράγματι είναι κάθε ένας από εμάς μέσα στα άγνωστα πλαίσια του σύμπαντος. Άρα, ενώ ζούμε ταυτόχρονα γνωρίζοντας δύο πραγματικότητες, ζούμε περισσότερο αυτή του μικρόκοσμου, και κάπου-κάπου κάνουμε φιλοσοφικά διαλείμματα σκεπτόμενοι την «ασημαντότητα» μας στα πλαίσια του σύμπαντος. Έτσι, κάθε ένας από εμάς έχει μια ζωή που εξελίσσεται ταυτόχρονα σε δύο πλαίσια, και όμως, μπορούμε να ζούμε με κύρια προσήλωση στο ένα από αυτά τα πλαίσια. Έτσι γίνεται και με τα πράγματα που συζητάμε.
Αν λοιπόν, υποθέτουμε, το να ζήσει κάποιος αποκλειστικά ή ως επί το πλείστον, σαν σκόνη του διαστήματος, τον οδηγεί σε αδιαφορία, κατάθλιψη, συγκρούσεις, σκεπτόμενος «και τι έγινε αν το παιδί μου πάει σχολείο», «και τι έγινε αν μάθω κάτι», «και τι έγινε αν έχω φίλους», «και τι έγινε αν σκοτώσω τον τάδε» κ.λπ. κ.λπ. αφού «είμαστε μια ασήμαντη διαστημική σκόνη», τότε αυτό δεν το κατανοούμε σαν όφελος, αλλά σαν πρόβλημα.
Έτσι και σε αυτό που συζητάμε. Τα του Θεού, κρύβουν πολλά άγνωστα για εμάς. Δεν έχουμε καν αντίληψη, πώς είναι να αποτελεί για κάποιον το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, μια ενιαία εικόνα. Είναι δυνατόν λοιπόν, αν εμμείνουμε σε τέτοιες σκέψεις, αντί να ζήσουμε, να εγκλωβιστούμε σε μια παραίτηση, ότι «αφού για τον Θεό είναι όλα τελειωμένα, άρα και για εμάς δεν έχει καν νόημα να ζήσουμε». Οι Πατέρες της Εκκλησίας όμως, μας λένε «ζήστε», όχι με την αίσθηση ότι έχουν τελειώσει τα πάντα, αίσθηση που «έχει» μόνο ο Θεός, αλλά ζήστε όπως τα αντιλαμβάνεστε εσείς. Ζήστε ακόμη και ΣΑΝ ο Θεός να μετανιώνει. Να έχετε ελπίδα, να έχετε ζωή, να αξιοποιείστε προς το αγαθό την παρούσα ζωή και όχι να την ξοδέψετε αποκλειστικά σε σκέψεις που αφορούν την απεραντότητα της ουσίας του Θεού αναλώνοντας τη ζωή σε σκέψεις συχνά αδιέξοδες.
Τα ποσοστά των μεν και των δε σκέψεων, τα διδασκόμαστε από τους ίδιους τους Πατέρες: ασχολήθηκαν μεν, με κάθε τι ανεξερεύνητο για τον Θεό, αλλά πολύ-πολύ περισσότερο ασχολήθηκαν με τη μικρή ζωή του κάθε ανθρώπου. Υπάρχουν διδακτικές εικόνες παλαιού τύπου (π.χ. φόβος) που δείχνουν ότι στην Κόλαση δεν υπάρχει ο Θεός, πράγμα, κατά γράμμα αιρετικό, όμως δεν είναι αιρετικές αλλά διδακτικές. Έτσι, μέσα σε παρόμοια διδακτικά σχήματα που μας δείχνουν πώς είναι το καλύτερο για εμάς να αντιλαμβανόμαστε τον Θεό, είναι και η αντίληψη ότι προκειμένου εσείς να έχετε θάρρος για το αύριο και όχι απελπισία, σκεφτείτε ότι η αγάπη του Θεού είναι τέτοια που θα μπορούσε ακόμα και να «μετανιώσει».
Ο Θεός μετανιώνει; Ασφαλώς όχι. Δεν μας έχει παραδοθεί τίποτα τέτοιο. Όμως, βοηθά εμένα να ζήσω καλύτερα τη ζωή αν έχω κάνει κάτι κακό, και μου πουν να αντιλαμβάνομαι τον Θεό σαν να μετανιώνει; Αν ναι, αν αυτό με κάνει καλύτερο, αν μου δίνει θάρρος, τότε δεν λέγεται ασφαλώς αίρεση, αλλά τρόπος διδασκαλίας, όπως όταν σε ένα παιδί 5 ετών πούμε ΟΣΑ μπορεί να κατανοήσει καλύτερα, δεν του λέμε ψέματα, ούτε μισές αλήθειες, αλλά απλά το διδάσκουμε. Είναι το γάλα και η στερεή τροφή που λέει ο Απ. Παύλος.
Για τον Θεό δεν υπάρχει μεταβολή, ούτε αλλοίωση. Αυτή είναι η απόλυτη αλήθεια για τον Θεό όπως τη μάθαμε από τον Χριστό και την πρώτη Εκκλησία. Αλλά τα άγνωστα για τον Θεό είναι άπειρα. Τι όφελος υπάρχει π.χ. να αναλωθώ στο αν ο Θεός Πατέρας όταν γεννά τον Υιό, τον γεννά μόνο ως υπόσταση ή γεννά και την Ουσία που του «αναλογεί»; Έτσι είναι και η αντίληψη για τη ζωή μας «σαν σκόνη του διαστήματος». Ενώ είμαστε πράγματι μια σκόνη του διαστήματος, δεν ζούμε έτσι, αλλά ζούμε με έναν τρόπο που η ζωή μας έχει αξία. Αυτό μας καλούν και οι Πατέρες να κάνουμε.
Ένας Ορθόδοξος που γνωρίζει την πίστη του, κατανοεί και το ακριβές πλαίσιο στο οποίο διαχωρίζονται όλα αυτά. Είναι ο Ορθόδοξος τρόπος να ζούμε την θρησκευτική μας ζωή, όπως άλλοι έχουν υιοθετήσει π.χ. τον απόλυτο προορισμό.
Τέλος σαφώς, για τον Θεό, η ενανθρώπιση είναι Απροϋπόθετη. Ήταν δεδομένη ήδη, από όταν όλη η κτίση βρισκόταν ακόμη στους «λόγους των όντων». Κάθε τι άλλωστε που εμπεριέχει την έννοια της χρονικής απόστασης δεν έχει νόημα για τον Θεό. Για τον δικό μας όμως τρόπο αντίληψης της θρησκευτικής ζωής, καθώς όλα συμβαίνουν μέσα στην εξέλιξη του χρόνου, η ενανθρώπιση πρέπει οπωσδήποτε να γίνεται δεκτή ως εμπροϋπόθετη.