Εδώ δεν ξέρεις πώς γράφεται το «πολλή πλάκα», αλλά άντε, χάριν της συζήτησης, να πάω να ρωτήσω τους υπεύθυνους Translatum και Lexilogia…
Μπα, τι βλέπω; Έχουν απαντήσει πριν τους ρωτήσω:
Nickel (admin)
Έπεσα πάνω σε μια *κοινοτυπία σε σημερινό κείμενο του Δαβαράκη («μια χιλιοειπωμένη κοινοτυπία») και ανακάλυψα ότι δεν έχουμε κάνει εδώ καμιά μνεία του συνηθισμένου λάθους. Είναι μάλιστα τόσο συνηθισμένο που το ΛΝΕΓ δημιουργεί λήμμα κοινοτυπία για να δώσει τον χαρακτηρισμό «εσφαλμ. τ.» και να παραπέμψει στην κοινοτοπία (όπου φιλοξενεί σχετικό σημείωμα σε πλαίσιο). Πολύ σωστά αναφέρεται ότι είναι μεταφραστικό δάνειο από το common-place και ότι η *κοινοτυπία προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση με την πρωτοτυπία. Δεν μας τα λέει καλά το Wiktionary:
κοινοτυπία θηλυκό
αδόκιμος όρος που χρησιμοποιείται κατά κόρον στην καθομιλούμενη αντί του κοινοτοπία
Ετυμολογία
κοινοτυπία < ουσιαστικό κοινοτοπία, με αντικατάσταση του δεύτερου συνθετικού τόπος με τύπος < μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική common type
https://lexilogia.gr/forum/showthread.p ... E%B5%CF%82
spiros (admin)
κοινοτοπία η [kinotopia]: σκέψη ή λόγος που έχει χρησιμοποιηθεί πολύ και από πολλούς και στερείται έτσι κάθε πρωτοτυπίας: Γράφω / λέω κοινοτοπίες. Mας αράδιασε ένα σωρό κοινοτοπίες.
[λόγ. < φρ. κοι ν(ός) -ο- + τόπ(ος) -ία μτφρδ. γαλλ. lieu commun ή αγγλ. common-place κατά τη σημ. της αρχ. λ. τόπος (στη ρητορ.)]
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής του ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη
κοινοτοπία
λόγ. [1895], λεξικό σύνθ. από συγχώνευση σε μία λέξη (συναρπαγή) τής φρ. κοινός τόπος (με παραγ. τέρμα -ία), μεταφρ. Δάνειο από αγγλ. commonplace.
ΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ
κοινοτοπία ή κοινοτυπία;
Εφόσον η λέξη προέρχεται από τη φράση κοινός τόπος και όχι κοινός τύπος, η σωστή μορφή της είναι κοινοτοπία (επίσης κοινότοπος) και όχι *κοινότυπος, -ια. Η σύγχυση ίσως οφείλεται σε σύνθετα όπως πρωτό-τυπος (-ία), παρά-τυπος (-ια), με τα οποία ενδεχομένως συνδέθηκε η λέξη.
Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας Γεωργίου Μπαμπινιώτη
κοινοτοπία
λόγος ή σκέψη χωρίς καμμιά πρωτοτυπία, πεζολογία, κοινός τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» < φρ. κοινός τόπος. Η χρήση ενίοτε του τύπου κοινοτυπία (με υ) στην ομιλουμένη προέρχεται από παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με σύνθετα του τύπος, ιδίως με το πρωτοτυπία, και δεν είναι ορθή. Η λ. κοινοτοπία μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Πάπυρος – Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας
http://www.xn--ixauk7au.gr/forum/showth ... E%AF%CE%B1https://www.translatum.gr/forum/index.p ... c=487286.0
Συνελόντι ειπείν: έχεις άλλα σώβρακα να στα πάρω ή αυτά ήταν όλα;;;