Alphabet έγραψε: ↑30 Σεπ 2020, 14:22
Ησ. 45,7 : ἐγὼ ὁ κατασκευάσας φῶς καὶ ποιήσας σκότος, ὁ ποιῶν εἰρήνην καὶ κτίζων κακά· ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ὁ ποιῶν πάντα ταῦτα.
Α Βασ. 18,10 : καὶ ἐγενήθη ἀπὸ τῆς ἐπαύριον καὶ ἔπεσε πνεῦμα Θεοῦ πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ προεφήτευσεν ἐν μέσῳ οἴκου αὐτοῦ.

Ο Σαούλ κατσικοθηκε στο θρόνο και δεν έφευγε πάρα την εντολή του Θεού μέσω του προφήτη Σαμουήλ. Οπότε δικαιολογημενα γίνεται αυτό, που δεν είναι και η συντέλεια του κόσμου. Ένα απλό ρεζηλεμα του Σαούλ γίνεται με αυτό το πνεύμα για να φύγει.
Έλεγε βλακειες αλλά δεν το καταλάβαινε ενώ οι δούλοι του που το έβλεπαν του πρότειναν να παρει έναν δούλο που να παίζει κιθάρα όταν λέει ασυναρτησίες για να έρχεται σε συναίσθηση όταν την ακούει και να σταματάει.
Αύριο θα δω τα άλλα δύο παραδειγματα σου.
Α Βασ. 16,11 Η ρώτησε τότε ο Σαμουήλ τον Ιεσσαί· “δεν έχεις άλλα παιδιά;” Ο Ιεσαί απήντησεν· “έχω και κάποιον νεαρόν, ο οποίος βόσκει τα πρόβατα”. Του είπεν ο Σαμουήλ· “στείλε άνθρωπον και φέρε τον εδώ, διότι δεν θα καθήσωμεν εις την τράπεζαν του φαγητού, πριν έλθη και αυτός”.
Α Βασ. 16,12 καὶ ἀπέστειλε καὶ εἰσήγαγεν αὐτόν· καὶ αὐτὸς πυῤῥάκης μετὰ κάλλους ὀφθαλμῶν καὶ ἀγαθὸς ὁράσει Κυρίῳ. καὶ εἶπε Κύριος πρὸς Σαμουήλ· ἀνάστα καὶ χρῖσον τὸν Δαυίδ, ὅτι οὗτός ἐστιν ἀγαθός.
Α Βασ. 16,12 Ο Ιεσσαί έστειλε και έφερεν αυτόν και τον παρουσίασεν στον Σαμουήλ. Ο νεαρός αυτός υιός του Ιεσσαί ήτο ξανθός, είχεν ωραία μάτια και ήτα αγαθός ενώπιον του Κυρίου. Είπε τότε ο Κυριος προς τον Σαμουήλ· “σήκω και χρίσε ως βασιλέα τον Δαυίδ, διότι αυτός είναι αγαθός και άξιος ενώπιόν μου”.
Α Βασ. 16,13 καὶ ἔλαβε Σαμουὴλ τὸ κέρας τοῦ ἐλαίου καὶ ἔχρισεν αὐτὸ ἐν μέσῳ τῶν ἀδελφῶν αὐτοῦ, καὶ ἐφήλατο πνεῦμα Κυρίου ἐπὶ Δαυὶδ ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης καὶ ἐπάνω. καὶ ἀνέστη Σαμουὴλ καὶ ἀπῆλθεν εἰς Ἀρμαθαίμ.
Α Βασ. 16,13 Ο Σαμουήλ επήρε το δοχείον με το έλαιον και από όλους τους άλλους αδελφούς αυτόν έχρισεν ως βασιλέα. Από δε την ημέραν εκείνην και έπειτα Πνεύμα Κυρίου επλημμύρισε τον Δαυίδ και τον καθωδηγούσε. Κατόπιν αυτών ο Σαμουήλ εσηκώθη και ανεχώρησε δια την πατρίδα του την Αρμαθαίμ.
Ο Δαβίδ στην αυλή του Σαούλ
Α Βασ. 16,14 Καὶ πνεῦμα Κυρίου ἀπέστη ἀπὸ Σαούλ, καὶ ἔπνιγεν αὐτὸν πνεῦμα πονηρὸν παρὰ Κυρίου.
Α Βασ. 16,14 Κατά τον καιρόν εκείνον το Πνεύμα του Κυρίου είχεν απομακρυνθή από τον Σαούλ. Ενα δε άλλο πνεύμα, κατά παραχώρησιν Θεού, πνεύμα πονηρόν ετάρασσεν αυτόν.
Α Βασ. 16,15 καὶ εἶπαν οἱ παῖδες Σαοὺλ πρὸς αὐτόν· ἰδοὺ δὴ πνεῦμα Κυρίου πονηρὸν πνίγει σε·
Α Βασ. 16,15 Οι δούλοι του Σαούλ του είπαν· “ιδού, λοιπόν, ότι ένα πνεύμα πονηρόν κατά παραχώρησιν του Κυρίου σε πνίγει.
Α Βασ. 16,16 εἰπάτωσαν δὴ οἱ δοῦλοί σου ἐνώπιόν σου, καὶ ζητησάτωσαν τῷ Κυρίῳ ἡμῶν ἄνδρα εἰδότα ψάλλειν ἐν κινύρᾳ, καὶ ἔσται ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπί σοι καὶ ψαλῇ ἐν τῇ κινύρᾳ αὐτοῦ καὶ ἀγαθόν σοι ἔσται καὶ ἀναπαύσει σε.
Α Βασ. 16,16 Και τώρα άκουσε και την γνώμην ημών των δούλων σου. Επίτρεψόν μας να ζητήσωμεν δια σε τον κύριόν μας ένα άνδρα, που να γνωρίζη να παίζη κιθάραν, ώστε, όταν το πονηρόν πνεύμα σε καταλαμβάνη, να παίζη αυτός την κιθάραν του και το παίξιμόν του θα σου κάμνη καλόν, διότι θα σου φέρη ανάπαυσιν και ηρεμίαν”.
Α Βασ. 16,17 καὶ εἶπε Σαοὺλ πρὸς τοὺς παῖδας αὐτοῦ· ἴδετε δή μοι ἄνδρα ὀρθῶς ψάλλοντα καὶ εἰσαγάγετε αὐτὸν πρός με.
Α Βασ. 16,17 Είπε τότε ο Σαουλ προς τους δούλους του· “ερευνήσατε, λοιπόν, και εύρετε ένα τέτοιον άνδρα, ο οποίος να παίζη καλά την κιθάραν και φέρετέ τον πρς εμέ”.
Α Βασ. 16,18 καὶ ἀπεκρίθη εἷς τῶν παιδαρίων αὐτοῦ καὶ εἶπεν· ἰδοὺ ἑώρακα υἱὸν τῷ Ἰεσσαὶ Βηθλεεμίτην καὶ αὐτὸν εἰδότα ψαλμόν, καὶ ὁ ἀνὴρ συνετὸς καὶ πολεμιστὴς καὶ σοφὸς λόγῳ, καὶ ὁ ἀνὴρ ἀγαθὸς τῷ εἴδει, καὶ Κύριος μετ᾿ αὐτοῦ.
Α Βασ. 16,18 Ενας από τους νεαρούς δούλους του είπε προς τον Σαούλ· “ιδού, εγώ γνωρίζω τον υιόν του Ιεσσαί του Βηθλεεμίτου, ο οποίος γνωρίζει να παίζη κιθάραν. Επί πλέον ο ανήρ αυτός είναι συνετός, πολεμιστής, σοφός εις τα λόγια του, ανήρ ωραίος κατά την όψιν ο δε Κυριος είναι μαζή του”.
Α Βασ. 16,19 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ ἀγγέλους πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· ἀπόστειλον πρός με τὸν υἱόν σου Δαυὶδ τὸν ἐν τῷ ποιμνίῳ σου.
Α Βασ. 16,19 Ο Σαούλ έστειλεν αγγελιαφόρους προς τον Ιεσσαί και του είπαν· “στείλε μου το παιδί σου, τον Δαυίδ, ο οποίος τώρα φυλάσσει τα πρόβατά σου”.
Α Βασ. 16,20 καὶ ἔλαβεν Ἰεσσαὶ γομὸρ ἄρτων καὶ ἀσκὸν οἶνου καὶ ἔριφον αἰγῶν ἕνα καὶ ἐξαπέστειλεν ἐν χειρὶ Δαυὶδ τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ πρὸς Σαούλ.
Α Βασ. 16,20 Ο Ιεσσαί επήρε δύο περίπου κιλά άρτους, ένα ασκί κρασί ένα ερίφιον από τα γίδια του και έστειλεν αυτά δια του Δαυίδ ως δώρα προς τον Σαούλ.
Α Βασ. 16,21 καὶ εἰσῆλθε Δαυὶδ πρὸς Σαοὺλ καὶ παρειστήκει ἐνώπιον αὐτοῦ· καὶ ἠγάπησεν αὐτὸν σφόδρα, καὶ ἐγενήθη αὐτῷ αἴρων τὰ σκεύη αὐτοῦ.
Α Βασ. 16,21 Ο Δαυίδ εισήλθεν εις τα ανάκτορα του Σαούλ και παρουσιάσθη ενώπιόν του. Ο Σαούλ τον ηγάπησε πάρα πολύ και τον έκαμε οπλοφόρον του.
Α Βασ. 16,22 καὶ ἀπέστειλε Σαοὺλ πρὸς Ἰεσσαὶ λέγων· παριστάσθω δὴ Δαυὶδ ἐνώπιον ἐμοῦ, ὅτι εὗρε χάριν ἐν ὀφθαλμοῖς μου.
Α Βασ. 16,22 Εστειλε δε ο Σαούλ προς τον Ιεσσαί ανθρώπους, δια να του είπουν· “ας παραμένη κοντά μου ο Δαυίδ, διότι τον έχω εκτιμήσει και αγαπήσει πολύ”.
Α Βασ. 16,23 καὶ ἐγενήθη ἐν τῷ εἶναι πνεῦμα πονηρὸν ἐπὶ Σαοὺλ καὶ ἐλάμβανε Δαυὶδ τὴν κινύραν καὶ ἔψαλλεν ἐν χειρὶ αὐτοῦ. καὶ ἀνέψυχε Σαούλ, καὶ ἀγαθὸν αὐτῷ. καὶ ἀφίστατο ἀπ᾿ αὐτοῦ τὸ πνεῦμα τὸ πονηρόν.
Α Βασ. 16,23 Οταν λοιπόν το πονηρόν πνεύμα κατελάμβανε και συνετάρασσε τον Σαούλ, ο Δαυίδ έπαιρνε την κιθάραν, έπαιζεν αυτήν με τα δάκτυλά του και έφερεν αναψυχήν και ανακούφισιν στον Σαούλ, ο οποίος και εγαλήνευσε, διότι το πονηρόν πνεύμα απεμακρύνετο από αυτόν.