Ενδιαφέρον σχετικό κείμενο:
Το σκάκι είναι η γυμναστική του μυαλού (Blaise Pascal, 1623-1662)
Με αφορμή την εγκύκλιο του Υπουργείου Παιδείας με θέμα «ένταξη του σκακιού στο υποχρεωτικό πρόγραμμα του Δημοτικού Σχολείου» (ΥΠΕΠΘ, 2014), ο δάσκαλος του δημοτικού σχολείου μπορεί να γνωρίσει το σκάκι στον μαθητή με σκοπό τη χρήση του ως ένα εκπαιδευτικό εργαλείο μάθησης, τόσο στα πλαίσια της ευέλικτης ζώνης (Α’ – Δ΄ δημοτικού) όσο και σε ομίλους Αριστείας (Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία), αλλά και μέσω των προγραμμάτων της προαιρετικής ζώνης 14.00 – 17.00 στα ολοήμερα δημοτικά σχολεία με ενιαίο αναμορφωμένο εκπαιδευτικό πρόγραμμα.
Βασικός στόχος του σεναρίου αυτού, είναι η ώθηση των μαθητών στην αγάπη του σκακιού και όχι απαραίτητα στην εκμάθησή του, ώστε να μπορέσουν να απομυζήσουν τα μέγιστα οφέλη. Όπως έχει ήδη αποδειχθεί, σε πλήθος στοχευμένων ερευνών, με τη βοήθεια του σκακιστικού παιχνιδιού οι μαθητές μπορούν να βοηθηθούν στην επίλυση μαθηματικών και όχι μόνο, προβλημάτων, στη γλώσσα, σε κοινωνικές και γνωστικές δεξιότητες, στη μνήμη, στην αυτοσυγκέντρωση, στην κοινωνικοποίηση, στη συμπεριφορά κ.α. (Ενδεικτικά: Frank, 1974; Dullea, 1982; Palm 1990; Van Zyl, 1991; Ferguson, 1994; Ferguson 2000; Ferreira, et al., 2008; Sundberg, 2011; Kazemi et al., 2011; Barrett et al., 2011; Jerrim 2013; Aghuzumtsyan & Poghosyan 2014; Nicotera et al., 2014; Moreno 2014; Trinchero et al., 2014; Zielinska, 2014 κ.α.)
Το σκάκι είναι ένα μαθησιακό παιχνίδι και με την κατάλληλη προσέγγιση είναι δυνατό να πετύχει στους στόχους της ευέλικτης ζώνης (ΥΠΕΠΘ/Π.Ι., 2001) καθώς μπορεί να χρησιμοποιηθεί διαθεματικά τόσο στο πρόγραμμα σπουδών της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όσο και στον τομέα της σύγχρονης διδακτικής μεθοδολογίας, όπου η κριτική, η βιωματική -ανακαλυπτική μάθηση, η ομαδοσυνεργατική μάθηση, η καθοδηγούμενη διερεύνηση αλλά και η παιγνιώδης προσέγγιση είναι απαιτητές προϋποθέσεις. Στο σενάριο το σκακιστικό παιχνίδι θα παρουσιαστεί στους μαθητές με παιγνιώδη και ευχάριστο τρόπο και θα εμπλουτιστεί με παράλληλες δράσεις (Παιδί και Σκάκι, 1996-97; Γιουβαντσιούδης & Μουσιάδου, 1999; Giouvantsioudis, 2014;).
Το σκάκι είναι ένα παιχνίδι κανόνων. Το παιχνίδι με κανόνες έχει ένα σύστημα κανόνων που καθορίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο παίκτης μπορεί να κερδίσει ή να χάσει (Κίργινας, 2013). Τα παιχνίδια κανόνων είναι οι δραστηριότητες που δίνουν ένα ξεχωριστό χρώμα στην ομαδική ζωή. Οι κανόνες δεν επιβάλλονται αλλά πηγάζουν αυθόρμητα από την ανάγκη της συνεργασίας και της ομαλής εξέλιξης του παιχνιδιού. Έτσι το παιδί αποκτά πλήρη συνείδηση του αντιπάλου του, τον αναγνωρίζει ως ανώτερο όταν κερδίζει αλλά και όταν χάνει δεν παύει να τον θεωρεί φίλο του (Κάππας, 2005; Δαφέρμου et al., 2006; Ζαχοπούλου, 2009). Μέσα από τα παιχνίδια κανόνων τα παιδιά μαθαίνουν να αναλαμβάνουν τις ευθύνες και τις αρμοδιότητές τους (Γκαράνη, 2008) και να δημιουργούν κοινωνικές ή διαπροσωπικές σχέσεις (Νικολακάκη et al., 2009). Ο Ζωιτσάκος (στο Χασάπης, 2012), ο οποίος βασίστηκε στη θεωρία του Vygotsky σχετικά με την ανάπτυξη του παιχνιδιού, πιστεύει ότι στο σκάκι οι δυνατότητες και οι περιορισμοί για τις κινήσεις των κομματιών μπορεί να μη προσφέρουν άμεσα υποκατάστατα για τις σχέσεις της πραγματικής ζωής αλλά δημιουργούν μια φανταστική κατάσταση με συγκεκριμένους κανόνες συμπεριφοράς. Στο παιχνίδι με κανόνες, το παιδί από τη μια είναι ελεύθερο να αποφασίσει για τις πράξεις του ενώ από την άλλη οι πράξεις του πρέπει να υπακούν στο νόημα των αντικειμένων. Στο σενάριο αυτό, η διαδικασία ενισχύεται, καθώς το φαινόμενο της μάθησης που βασίζεται στη χρήση ψηφιακών παιχνιδιών με συγκεκριμένη δομή και κανόνες, περιορισμούς και προσχεδιασμένους μαθησιακούς στόχους, αποτελεί μια σύγχρονη τάση του ευρύτερου πεδίου της Τεχνολογικά Υποστηριζόμενης Μάθησης συγκεντρώνοντας, τα τελευταία χρόνια, το έντονο ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας. Ορίζεται ως μια καινοτόμα διδακτική προσέγγιση, που απορρέει από τη χρήση ψηφιακών παιχνιδιών με παιδαγωγική αξία, για σκοπούς εκπαίδευσης και κατάρτισης όπως η υποστήριξη της μάθησης, η βελτίωση της διδασκαλίας, η αποτίμηση και η αξιολόγηση των μαθητών (Κίργινας, ο.π.).
Τα δύο βασικότερα χαρακτηριστικά του σκακιού, που είναι αλληλένδετα μεταξύ τους, είναι η παντελής έλλειψη τύχης και η δυνατότητα πλήρους πληροφόρησης των δεδομένων. Δεν είναι απλώς ένα παιχνίδι, αλλά ένα σύνολο από αξιόλογες και χρήσιμες για τη ζωή πνευματικές ιδιότητες, που μπορούν μέσω αυτού να αποκτηθούν. Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτές οι ιδιότητες μπορούν να εξελιχθούν και να γίνουν συνήθειες οι οποίες ποτέ δεν μας εγκαταλείπουν, γιατί το σκάκι έχει μεν υπόσταση παιχνιδιού αλλά εμπεριέχει στοιχεία, τέχνης (δημιουργικότητα), επιστήμης (στον τρόπο μελέτης του) και αθλήματος (συναγωνισμός). Στο σκάκι έχουμε μια συνεχή διαδικασία κρίσης, σύγκρισης και δημιουργικής σκέψης, σε όλα τα επίπεδα, που απαιτεί αυτοσυγκέντρωση. Πρόκειται για μια πορεία αυτογνωσίας, που τις περισσότερες φορές δεν γίνεται συνειδητά, γι’ αυτό μπορεί να ωφελήσει παιδιά μικρής ηλικίας ή άτομα με ειδικές εκπαιδευτικές ανάγκες, όπως άτομα με προβλήματα αυτοσυγκέντρωσης και προσήλωσης. (Κουρκουνάκης, 1995; Γιουβαντσιούδης, 1997) Στο σκάκι, οι παίκτες παίρνουνε υπόψη την στάση και τις αποφάσεις άλλων ατόμων. Ως βασικό στοιχείο κοινωνικής ανάπτυξης, αυτό το χαρακτηριστικό του σκακιού συχνά αποδεικνύεται το σημαντικότερο για ένα παιδί, καθώς ο βιολογικός εγωκεντρισμός του δεν ισορροπείται εύκολα με άλλα μέσα (στο σκάκι, η πρώτη αυθόρμητη αντίδραση του ηττημένου, είναι να συγχαρεί τον αντίπαλο για την νίκη του). Το παιδί, μέσω του σκακιστικού παιχνιδιού, συνηθίζει να παίρνει αποφάσεις για θέματα όπου οι σημαντικότερες παράμετροι μεταβάλλονται διαρκώς, οπότε καταπολεμά την αναποφασιστικότητα, καθώς και το άσκοπο χάσιμο χρόνου, ενισχύοντας έτσι την αποτελεσματικότητά του. Η ανάλυση και η εμβάθυνση της σκακιστικής σκέψης βασίζεται και προϋποθέτει αναλυτικό τρόπο σκέψης (Γιουβαντσιούδης, 1999; Κουρκουνάκης, 2009). Ενώ οι βασικοί κανόνες του παιχνιδιού διδάσκονται, δεν ισχύει το ίδιο και για το κίνητρο που πρέπει να έχουν οι μαθητές, ώστε να μάθουν και να παίξουν σκάκι. Για το σκοπό αυτό ιδιαίτερο ρόλο έχει η μεθοδολογία εκμάθησης του παιχνιδιού, η οποία πρέπει να προσαρμοστεί και στην ηλικία των μαθητών. Παρ' ότι το σκάκι είναι ένα πνευματικό παιχνίδι, η εκμάθησή του θα πρέπει να γίνεται με ευχάριστο τρόπο που να βασίζεται σε κοινωνικο – δραματικές δράσεις. Η περισσευούμενη ενέργεια που διαθέτουν τα παιδιά μικρής ηλικίας, θα πρέπει να διοχετευτεί σε παιγνιώδεις δραστηριότητες με βάση το σκάκι. Δράσεις όπως η δραματοποίηση, η παντομίμα και κάθε μορφής θεατρικό δρώμενο μπορεί να τονώσει το ενδιαφέρον των παιδιών προσφέροντάς τους παράλληλα και παιδαγωγικά οφέλη (Γιουβαντσιούδης & Μουσιάδου, 1999; Ogneva, 2014;).
Από το 1893 που έγινε η πρώτη έρευνα από τον Alfred Binet (1966) σε σκακιστές που έπαιζαν "τυφλό" σκάκι με σκοπό τη διερεύνηση της μνημονικής τους ικανότητας, έχουν πραγματοποιηθεί πλείστες έρευνες που κατέληξαν συμπερασματικά, ότι με τη βοήθεια του σκακιού, οι εκπαιδευτικοί μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές στην επίλυση μαθηματικών και όχι μόνο, προβλημάτων με μεγαλύτερη ευκολία, ενώ παράλληλα οι μαθητές ωφελούνται σε θέματα όπως η γλώσσα, οι κοινωνικές και γνωστικές δεξιότητες, η μνήμη, η αυτοσυγκέντρωση, η κοινωνικοποίηση, η συμπεριφορά. Η εισαγωγή του σκακιού στα σχολεία και μάλιστα από το Νηπιαγωγείο έχει ξεκινήσει εδώ και πολλά χρόνια σε χώρες εντός και εκτός Ευρωπαϊκής ένωσης. Σε πολλές χώρες και πρόσφατα και στην Ελλάδα, το σκάκι έχει εισαχθεί πιλοτικά στο ωρολόγιο πρόγραμμα, ενώ σε άλλες χώρες (όπως στην Αρμενία) είναι βασικό υποχρεωτικό μάθημα (Lputian, 2014). Στην Ελλάδα έχει αναπτυχθεί μεγάλο ενδιαφέρον σχετικά με την έρευνα του μαθησιακού οφέλους σε παιδιά μικρής ηλικίας (Κουρκουνάκης, 2009).
Το σενάριο «Σκάκι - Ένα εργαλείο μάθησης στην εκπαίδευση» προτείνεται να αξιοποιηθεί πρώτιστα από τους μαθητές Α'-Δ' δημοτικού στα πλαίσια της ευέλικτης ζώνης (ΥΠΕΠΘ, 2014) αλλά και από μεγαλύτερους μαθητές, εφόσον ο εκπαιδευτικός μπορέσει να βρει τον κατάλληλο χρόνο για τη διδασκαλία του. Προσεγγίζει τους μαθητές μέσω της εποικοδομιστικής θεωρίας του Piaget, της ανακαλυπτικής μάθησης του Bruner και της κοινωνιογνωστικής προσέγγισης του Vygotsky καθώς και της αρχής της φθίνουσας καθοδήγησης (Ματσαγγούρας, 1998). Οι τρόποι διδασκαλίας που προτείνονται, περιλαμβάνουν κυρίως την Ομαδοσυνεργατική - Καθοδηγούμενη διερεύνηση και την Βιωματική - Ανακαλυπτική μάθηση. Οι στόχοι του σεναρίου ακολουθούν την ταξινομία του Bloom (1956) και τις μετέπειτα αναθεωρήσεις (Anderson et al. 2000 & Krathwohl et al 2004). Το σενάριο μπορεί να διδαχθεί τόσο στην σχολική αίθουσα διδασκαλίας, όσο και σε εργαστήριο υπολογιστών, ενώ δεν πρέπει να παραβλεφθεί και η δυνατότητα χρήσης της αυλής -είτε με επιδαπέδια σκακιέρα, είτε με ιδιο-κατασκευασμένα σκακιστικά κομμάτια. Η προσέγγιση που προτείνεται επιδιώκει να καλύψει το διττό στόχο της «Ευέλικτης Ζώνης Διαθεματικών Δημιουργικών Δραστηριοτήτων» μέσω της ελεύθερης και ενεργητικής μεθοδολογίας (ΥΠΕΠΘ/Π.Ι., 2001).
https://aesop.iep.edu.gr/node/11764