ΒΙΒΛΙΟ ΤΡΙΤΟ
Η ΕΛΛΑΔΑ ΣΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ
Πρὶν ὅμως νὰ εἰσέλθω εἰς τοιαύτην ἔρευναν, ὦ ἀγαπητοί, κρίνω ἀναγκαῖον νὰ ἐξιστορήσω, ἐν συντόμῳ, τοῦ παρόντος αἰῶνος τὴν ἑλληνικὴν ἀθλίαν κατάστασιν, τὴν ὁποίαν, ἀναγινώσκοντες οἱ μεταγενέστεροι ὁμογενεῖς μου, νὰ ἀναστενάξουν καὶ νὰ κλαύσουν, οἱ δὲ νῦν νὰ ἐξυπνήσουν μίαν φορὰν ἀπὸ τὴν δουλικὴν ληθαργίαν, διὰ νὰ ἠμπορέσουν οἱ μέλλοντες νὰ τοὺς δοξάζωσι καὶ εὐχαριστῶσι μὲ τὰ δάκρυα τῆς χαρᾶς καὶ τῆς εὐγνωμοσύνης.
Ἡ ὀθωμανικὴ διοίκησις εἶναι τυραννική. Οἱ νόμοι των εἶναι ἀτελεῖς, σκληροὶ καὶ ὀλίγοι. Ἡ πρώτη διαταγὴ τῶν νόμων των εἶναι, νὰ νομίζουν τοὺς λόγους τοῦ τυράννου ὡς νόμους ἀπαραβάτους. Ἡ θρησκεία των συνίσταται εἰς τὸ νὰ δοξάζουν ἕνα θεόν, καὶ ὀλίγους προφήτας, ἐξ ὧν ὁ πρῶτος εἶναι ὁ Μωάμεθ. Εἶναι ὅμως πλήρεις δεισιδαιμονιῶν καὶ πιστεύουσι πολλὰ γελοιώδη πράγματα (1). Τὰ ἤθη των εἶναι βάρβαρα. Ὁ χαρακτήρ των σοβαρὸς καὶ ὑπερήφανος. Ἡ ἀμάθειά των ἄκρα καὶ γενική (2).
Ὁ τύραννος εἶναι πάντη ἐλεύθερος ἀπὸ κάθε στοχασμὸν περὶ τῆς διοικήσεως, καὶ εἶναι ὡσὰν νὰ μὴν εἶναι· οἱ νόμοι των δέ, ἐπειδὴ τὸν ἀποθεώνοσι, διὰ τοῦτο δὲν τοῦ συγχωροῦσι νὰ λάβῃ γυναῖκα ὡς σύζυγον, ὡς πρᾶγμα οὐτιδανὸν πρὸς τὴν μεγαλειότητά του (3). Ἐβγαίνει μίαν φορὰν τὴν ἑβδομάδα ἀπὸ τὸ παλάτιόν του καὶ ὑπάγει νὰ προσκυνήσῃ τὸν κτίστην τοῦ Παντὸς εἰς τὸν ναόν του.
Αὐτός, δὲν εἶναι εἰς χρέος νὰ ἠξεύρῃ ἄλλο, εἰμὴ νὰ τρώγῃ, νὰ κοιμᾶται καὶ νὰ στέκεται εἰς τὸ ἄλογον. Ὅσον μὲν διὰ τὰς ἐπιστήμας ἢ ξένας γλώσσας τοῦ εἶναι ἐμποδισμένη ἡ σπουδή των ἀπὸ τοὺς νόμους των, ἂν δὲ καὶ ἀπὸ τὴν ἰδίαν του γλῶσσαν δὲν ἤθελεν ἠξεύρει νὰ προφέρῃ εἰμὴ δέκα λέξεις, βέβαια ἤθελε τοῦ ἦτον ἀρκεταί, ὡσὰν ὁποὺ ποτὲ δὲν ἔχει χρείαν νὰ ὁμιλήσῃ, καὶ ὅταν ὁμιλῇ, μόνον προστάζει νὰ φονεύουν τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλον. Ὁ λόγος του εἶναι νόμος ἀπαράβατος, καὶ οἱ σκλάβοι του νομίζουσι μεγαλείτερον ἁμάρτημα τὴν παρακοὴν πρὸς τὰ ἐντάλματά του, παρὰ ἐνεργοῦντες τα νὰ ἤθελαν ἐκτελέσει τὰς πλέον φοβερὰς ἀδικίας (4). Ὅθεν, δὲν εὑρίσκεται οὔτε ἕνας, ὁποὺ νὰ ζῇ βέβαιος ὑπὸ τῆς δυναστείας του, δὲν λέγω διὰ μίαν ἡμέραν, ἀλλ᾿ οὔτε διὰ μίαν ὥραν (5).
Αὐτὸς προσέτι νομίζεται παρὰ τῶν ὀθωμανῶν ὡς καρδιογνώστης. Ὅθεν, εὐθὺς ὁποὺ τινὸς ἡ φυσιογνωμία δὲν ἤθελεν τοῦ ἀρέσει, μὲ ἕνα νεῦμα τοῦ ρίπτει τὴν κεφαλὴν χαμαί. Ἐν ἑνὶ λόγῳ, αὐτὸς καταδικάζει εἰς θάνατον ὅποιον θελήσῃ, καὶ κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ τοῦ ἀποκριθῇ. Τὸ «διατί;» εἶναι ἁμάρτημα τοιοῦτον ὡς πρὸς αὐτόν, ὁποὺ ἂν ἤθελεν ἔχει ἐκεῖνος ὁποὺ ἤθελε τὸ προφέρει δέκα ζωάς, βέβαια ἤθελε τοῦ δοθῶσι δέκα θάνατοι (6). Δὲν εὑρίσκεται πρᾶγμα, ὁποὺ οἱ νόμοι νὰ ἐμποδίζουσι τοῦ τυράννου, ἐκτὸς τοῦ οἴνου. Ἀλλ᾿ αὐτός, ὁποὺ εἶναι συνηθισμένος νὰ μὴν ὑπακούῃ, ὅταν ἐνθυμῆται αὐτὸν τὸν ὁρισμὸν τοῦ Μωάμεθ, ἀδημονεῖ, καὶ ἀλλέως δὲν ξεθυμώνει, παρὰ χύνοντας τὸ αἷμα τινῶν ὑπηκόων. Τοιοῦτος, λοιπόν, ὑπάρχει, ὦ ἀγαπητοί μου, ὁ τῶν Ἑλλήνων τύραννος, καὶ βέβαια πολλὰ χειρότερος ἀπ᾿ ὅ,τι σᾶς τὸν ἐπερίγραψα, καθὼς ὅλοι σας τὸν γνωρίζετε.
Αὐτό, λοιπόν, τὸ ἄγαλμα τῆς μωρίας ἐκλέγει ἕναν ἀπὸ τοὺς προειρημένους δούλους τῆς ἀσωτείας του, καὶ βέβαια τὸν χειρότερον, καὶ τὸν κηρύττει ἐπίτροπόν του, ἤτοι ἀντιβασιλέα, καὶ δίδοντάς του τὴν σφραγῖδα τῆς κυριότητος, ὅσα κάμῃ, εἶναι καλὰ καμωμένα. Ἰδοὺ ἄλλος τύραννος χείρων τοῦ πρώτου. Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ἐκεῖνος, ὁποὺ βαστᾶ εἰς τὰς μιαρὰς χεῖρας του τοὺς βαρυτάτους χαλινοὺς τῆς διοικήσεως καὶ τῆς δικαιοσύνης, καὶ τόσα μιλλιούνια ὑπόκεινται εἰς τὴν θέλησιν ἑνὸς ἀμαθοῦς τέρατος, ὁποὺ γεννηθεὶς καὶ ἀνατραφεὶς εἰς τὸν κόλπον τῆς δουλείας καὶ τῆς ἀσωτείας, ὄχι μόνον δὲν εἶναι ἄξιος νὰ διοικήσῃ, ἀλλ᾿ οὔτε ἄξιος ἤθελεν ἦτον νὰ εἶναι ὁ ὑποδεέστερος τῶν ὑπηκόων. Ὤ! ἀλλοίμονον εἰς τοὺς Ἕλληνας, ὁποὺ τὸν ὑπακούοσι!
Ἀκούσετε τώρα τὸν τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον αὐτὸς διοικεῖ. Ὁ πρῶτος, καὶ κυριώτερος, καὶ ἀπαράβατος νόμος εἶναι θέλησίς του. Ὅθεν, ἂν ἐξαιρέσωμεν μερικὰς ἐντολὰς τῆς θρησκείας των, κάθε ἄλλον νόμον ἀφανίζει τὸ κῦρος του. Ἡ ἀμάθειά του τὸν βιάζει νὰ ἐκλέξῃ ἕνα κριτήν, τοῦ ὁποίου δίδει τὸν τίτλον τοῦ Σοφωτάτου, ὁ ὁποῖος ἄλλο δὲν ἠξεύρει, εἰμὴ νὰ γράφῃ καὶ νὰ ἀναγινώσκῃ τὴν γλῶσσαν του, μαζὶ μὲ μερικὰ κεφαλαιώδη προστάγματα τοῦ Μωάμεθ, ὁποὺ νὰ τὰ ἀκούσῃ τινάς, τοῦ ἐρεθίζουν γέλωτα. Τὰ περισσότερα ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἐντάλματα ἀναφέρονται εἰς τὴν διατήρησιν τῆς θρησκείας καὶ μάλιστα εἰς τὴν διαφύλαξιν τῆς ἀμαθείας.
Ἡ ἀπόφασις αὐτοῦ τοῦ κριτοῦ εἶναι ἀναντίρρητος. Ὁ κῶδιξ τῶν τιμωριῶν του εἶναι βραχύτατος, καὶ δὲν περιέχει, εἰμὴ τρεῖς μόνον τιμωρίας - τὴν φυλακὴν λέγω, τὸ ράβδισμα, καὶ τὸν θάνατον, αἱ ὁποῖαι εἶναι πάντοτε ἑνωμέναι μὲ τὴν χρηματικὴν παιδείαν. Ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖον κρίνει καὶ ἀποφασίζει αὐτὸς ὁ μωροκριτής, εἶναι τόσον παιδαριώδης καὶ ἀνόητος, ὁποὺ δύο ψευδομάρτυρες καὶ ἕνας κακοῦργος, εἶναι ἱκανοὶ νὰ ἀφανίσουν τὸν πλέον ἐνάρετον πολίτην (7). Ὁ δὲ κριτὴς καθημερινῶς πολιτεύεται, καὶ ἀποφασίζει τοιουτοτρόπως, οὔτε ποτὲ τὸν τύπτει τὸ συνειδὸς διὰ τοιαύτας ἀνομίας (8)....