Cecily Anne έγραψε: ↑10 Ιούλ 2018, 15:28
Εσένα δε βλέπω να λες...
- Σε ηλικία 6 μηνών: Βοσκή γρασιδιού μπουσουλώντας στο Πεδίο Άρεως, τα 5 δευτερόλεπτα που με αφήσαν από τα μάτια τους.
- Σε ηλικία 1 έτους: Επιτάχυνση περπατούρας κατά μήκος της βεράντας, σβάρνα γλάστρες και τα πάντα όλα.
- Σε ηλικία 1 έτους: Κατ' εξακολούθηση ρίψεις μανταλακίων από την προαναφερθείσα βεράντα (4ος όροφος) και όποιον πάρει o Χάρος.
- Σε ηλικία 2 ετών: Πρόσκρουση σε χαμηλό μαρμάρινο τραπέζι, ουλή και δύο ράμματα στο δεξί μάτι.
- Σε ηλικία 3 ετών: Παίζοντας με φτυάρι/κουβαδάκι στον κήπο του εξοχικού, στο σωρό με άμμο που είχαν αφήσει οι μάστορες, απόπειρα κατάποσης ασβέστη από τον διπλανό σωρό (με πρόλαβαν τελευταία στιγμή)
- Σε ηλικία 4 ετών: Απόπειρα κατάποσης ολόκληρης γεμιστής πιπεριάς και παρ'ολίγον πνιγμός.
- Σε ηλικία 5 ετών: Απόπειρα στραγγαλισμού μικρής αδερφής (μηνών) στην κούνια την ώρα που κοιμόταν, τελευταία στιγμή άρχισε να ουρλιάζει και χάλασε το σχέδιο.
- Σε ηλικία 5 ετών: Ξύρισμα φρυδιών (με ξερό ξυράφι, στην ψύχρα, χωρίς αφρούς και νερά), δύο τομές στα οφρυακά τόξα, αιμορραγία, κλείσιμο με λευκοπλάστ (χωρίς τίποτα άλλο πάνω στα ανοιχτά τραύματα).
- Σε ηλικία 6 ετών: Σπρίντ σε βρεγμένο πεζοδρόμιο, απογείωση, στουκάρισμα με το πρόσωπο κάτω, δύο ράμματα στο μέτωπο, ακόμα έχω το καρούμπαλο στο κρανίο κάτω από το δέρμα.
- Σε ηλικίες 7-10 ετών: Χρήση του εν λόγω καρούμπαλου ως όπλου σε φαινόμενα bullying στο σχολείο (ενισχυμένες κουτουλιές). Κατέληξε σε προειδοποίηση ότι αν το κάνω άλλη μια φορά θα μου αλλάξουν σχολείο. Δεν το ξανάκανα, αλλά δεν χρειάστηκε. Σε όλο το υπόλοιπο δημοτικό δεν με ξαναενόχλησε κανείς.
- Σε ηλικία 8 ετών: Ξεβίδωμα διχτακίου από την βρύση της κουζίνας, τοποθέτηση κομματιών σαπουνιού μέσα, επαναβίδωμα διχτακίου. Αποτέλεσμα: Πήγαν να φτιάξουν καφέ με το νερό αυτό και το μπρίκι άφριζε μανιασμένα. Ήπιαν κάμποσο κιόλας, με αποτέλεσμα να έρθουν στα όρια δηλητηρίασης.
Γύρω στα 5 η αγαπημένη τους μέθοδος συνετισμού ήταν να με βάζουν να παραμένω στην τουαλέτα "μέχρι να ηρεμήσω". Δύο φορές μουλάρωσα και κλείδωσα την πόρτα από μέσα και δεν ξεκλείδωνα. Σε βαθμό να με παρακαλάνε να τους ανοίξω για να μην χεστούν απάνω τους.
Μία φορά επίσης τους έκλεισα έξω στη βεράντα κλειδώνοντας την πόρτα της κουζίνας. Τους πήρε γύρω στις 2 ώρες να με πείσουν να την ξεκλειδώσω. Εκεί τις άρπαξα κανονικά.
Επίσης, όταν υπήρχαν στο ψυγείο γλυκά, πάστες, σοκολατάκια, καμμιά φορά τα έτρωγα όλα το μεσημέρι που κοιμόσαντε οι μεγάλοι και έβαζα το άδειο κουτί πίσω στο ψυγείο. Το βράδυ ερχόσαντε μουσαφίριδες και συνειδητοποιούσαν οι γονείς μου ότι δεν είχανε να τους κεράσουν.
Επίσης, ήμουν πυρομανής (ακόμα είμαι, απλά τώρα το ελέγχω). Πέρασα μία φάση (μακρόχρονη, από τα 11 μέχρι τα 14) που είχα πάντα αναπτήρα στην τσέπη και ό,τι καινούριο υλικό έβλεπα μπροστά μου ήθελα να το δοκιμάσω να δώ πως καίγεται. Και μου άρεσε να λιώνω λίγο τα στυλό τα μπικ και να τα κάνω καλλιτεχνικά ζικ-ζακ. Ειδικά άν τα τζούρνευα από τη μολυβοθήκη του γραφείου του πατέρα μου, ο οποίος τα ανακάλυπτε σε ύποπτο χρόνο και γινόταν έξαλλος. Ένα μεσημέρι που κοιμότανε όλοι τους, μπήκα στο αμάξι και χάζευα και βρήκα στο ντουλαπάκι λίγο καναβόσχοινο από αυτό που βάζανε στις ενώσεις σωλήνων οι υδραυλικοί πριν το τεφλόν. Το δοκίμασα με τον αναπτήρα (ναι, μέσα στο αμάξι) και διαπίστωσα αμέσως ότι είναι ΠΟΛΥ εύφλεκτο, πήρε φωτιά όλο το ντουλαπάκι και παραλίγο να καεί όλο το όχημα, αλλά ευτυχώς έσβησα τη φωτιά ρίχνοντας νερό με το λάστιχο στο εσωτερικό του αυτόκινήτου. Τη γλίτωσε, κάηκε μόνο η άδεια, τα χαρτιά της ασφάλειας, και κάτι παλιές φωτογραφίες που φύλαγε μέσα στο ντουλαπάκι ο πατέρας μου (που, εννοείται φυσικά έγινε Τούρκος).
Ξέχασα να πώ ότι από τη μέρα που γεννήθηκα πέρασαν περίπου τέσσερα χρόνια μέχρι να τους αφήσω να κοιμηθούν. Ούρλιαζα όλη τη νύχτα, κάθε νύχτα, τέσσερα χρόνια συνέχεια. Και δεν έτρωγα. Όχι επιλεκτικά, απλά δεν ήθελα να φάω τίποτα, και αν κάποτε κατάφερναν να με κάνουν να φάω λίγο, το ξέρναγα επί τόπου. Γύρω στα 4 ψυλλιάστηκα ότι την έτρεμαν τη φάση, το χρησιμοποιούσα ως απειλή/εκβιασμό όταν με στρίμωχναν ("άσε με αλλιώς θα κάνω εμετό"). Μια φορά την πραγματοποίησα την απειλή, και όπως τα μάζευε η μάνα μου έμαθα νέες λέξεις ("
μπαμπά, τι σημαίνει αυτό το 'γαμώ την πουτάνα την τύχη μου' που λέει η μαμά;"). Η επόμενη φορά που απείλησα έτσι ήταν η τελευταία, έφαγα μπούφλα.
Τέλος, πέρασα τις πρώτες 24 ώρες της ζωής μου προσπαθώντας να γδάρω τα μούτρα μου που τα έξυνα ακατάπαυστα, μέχρι που αναγκάστηκαν στο μαιευτήριο να μου σκεπάσουν με πάνινα σακκουλάκια τα χέρια.