1846-1847 ΟΙ ΚΡΥΠΤΟΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΤΗΣ ΣΠΑΘΙΑΣ
Οι ελευθερίες του Τάνζιματ και το δικαίωμα που παρείχε στους υπηκόους της οθωμανικής αυτοκρατορίας να φανερώσουν ελεύθερα το θρησκευτικό φρόνημα τους έδωσαν την δυνατότητα και στους Σπαθιώτες να εκδηλώσουν και επίσημα την χριστιανική τους συνείδηση.
Η προεργασία εκείνης της διαδικασίας προσδιορίζεται χρονικά στα 1832.
Τότε πέντε ιερείς τους και ο επίτροπος του μητροπολίτη Βελεγράδων (Βεράτι) στο Ελβασάν εξέφρασαν σε επιστολή τους προς τον μητροπολίτη Ιωάσαφ την επιθυμία τους να εκδηλώσουν τη χριστιανική συνείδηση τους..
Αντιμετώπισαν όμως την επιφυλακτικότητα των τουρκικών αρχών.
Το κρυπτοχριστιανικό πρόβλημα των Σπαθιωτών έμεινε μετέωρο ακόμα και μετά την δεύτερη φάση των μεταρρυθμιστικών μέτρων του Τανζιμάτ (Χάττι Χουμαγιούν-1856). Η εκκρεμότητα αυτή οφείλεται στην απροθυμία των Τούρκων να αποδεχθούν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων,
στην ισχυρή αντίδραση του μουσουλμανικού ιερατείου,
στην ανώμαλη κατάσταση που επικρατούσε στην μητρόπολη Βελεγράδων,
στην ποιοτική κατάσταση του κατωτέρου κλήρου, η οποία επηρέαζε οπωσδήποτε και το φρόνημα των ορθοδόξων πληθυσμών
και κυρίως στην αδράνεια και στη χλιαρή στάση, που επέδειξε ο τότε μητροπολίτης
Βελεγράδων Ανθιμος Αλεξούδης (1855-1857) απέναντι στην συγκυρία των περιστάσεων.
Η κατάσταση εκείνη μοιραία επιτάχυνε τις ξενικές παρεμβάσεις στο γεωγραφικό αυτό χώρο.
Στα 1857 οι Σπαθιώτες απευθύνθηκαν προς τον Αγγλο πρόξενο του Μοναστηρίου και προσπάθησαν να εξασφαλίσουν την υποστήριξη του αλλά δεν πέτυχαν ουσιαστικά αποτελέσματα
----------------------------------------
1845 Η Πύλη αποφασίζει να προχωρήσει στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στην Αλβανία και στην Ήπειρο.
Η Παρουσία του Σερασκέρη της Ρούμελης
Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά -ΚΙΟΥΤΑΧΗΣ -στην Αλβανία και στην Βόρεια Μακεδονία καθώς και του γενικού Δερβέναγα των τριών επαρχιών Ιωαννίνων, Δελβίνου, και Αυλώνας
Σουλειμάν Ταϊρη, αποτελούσαν ένα ισχυρό ενέχυρο για την επιβολή της νέας κατάστασης.
1846 Απρίλιος. Ανακοινώνεται στα Γιάννενα επίσημα το νέο διοικητικό καθεστώς.
Προβλέπει:
Α) συγκρότηση διοικητικών συμβουλίων, με έδρα την πρωτεύουσα κάθε βιλαετίου, σαντζακίου και καζά στα οποία θα εκπροσωπούντο αναλογικά
όλες οι εθνικές μειονότητες με τους εκπροσώπους τους.
Β) Σύσταση πλημμελειοδικείων και εμποροδικείων με ευρεία εκπροσώπηση των αντιπροσώπων των διαφόρων εθνοτήτων.
Ωστόσο τόσο η συμμετοχή των χριστιανών στα επαρχιακά συμβούλια όσο και στα δικαστικά και διοικητικά όργανα, είχε καθαρά επιφανειακό και υποτυπώδη χαρακτήρα .
Στα δικαστήρια οι Χριστιανοί δεν έβρισκαν ποτέ το δίκιο τους και δεν τολμούσαν να εμφανιστούν με την ιδιότητα του μάρτυρα εναντίον των Μουσουλμάνων.
Παρά την χλιαρή στάση του σερασκέρη Μεχμέτ Ρεσίτ Πασά έναντι των Αλβανών, η κατάσταση υπήρξε ιδιαίτερα έκρυθμη. Το πλήγμα που αργά ή γρήγορα θα κατάφερναν
τα νέα μεταρρυθμιστικά μέτρα στους ισχυρότατους Αλβανούς μπέηδες και αγάδες, ερμηνεύει τις αλυσιδωτές αντιδράσεις τους, και εξηγεί μέχρι ενός σημείου τις βαθύτερες καταβολές του σημαντικότατου στασιαστικού κινήματος των Αλβανών Τόσκηδων που είχε επικεφαλής τον Ζενέλ Γκιολέκα.ΖΕΝΕΛ ΓΚΙΟΝ ΛΕΚΑΣ
Ο Ζενέλ Γκιολέκας καταγόταν από το τουρκεμένο χωριό Κούτσι, την πρωτεύουσα της επαρχίας Κουρβελεσίου.
Το Κούτσι βρίσκεται πίσω από τα βουνά της Χειμάρας και η επαρχία Κουρβελεσίου συγκροτείται από 40 χωριά.
Ο Ζενέλ Γκιολέκας ήταν γιός του Μουσταφά Αγά και η οικογένεια του διέθετε ισχυρά ερείσματα ανάμεσα στους Αλβανούς μπέηδες και τοπάρχες.
Το επαναστατικό κίνημα του Γκιολέκα θα πρέπει να εκτιμηθεί μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της εθνολογικής διαστρωμάτωσης της περιοχής όπου υπήρξε ιδιαίτερα έντονη όχι μόνο η πνευματική και η πολιτιστική επίδραση της ελληνικής παιδείας καθώς και της ορθόδοξης εκκλησίας αλλά και η παρουσία συμπαγών ελληνικών πληθυσμών ανάμεσα στα αλβανικά φύλα που κατοικούσαν στα νότια του ποταμού Γενούσου.Παρά το γεγονός ότι τα Αλβανικά αυτά φύλα εξισλαμίστικαν σταδιακά, διατηρούνταν ακόμη και τότε ισχυρές οι καταβολές της ορθόδοξης θρησκείας. Η επισήμανση ακριβώς αυτή χρήζει ιδιαίτερης προσοχής γιατί μόνο έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι το επαναστατικό κίνημα των Αλβανών με επικεφαλής τον Γκιολέκα δεν αποτελούσε μία αμιγής Αλβανική εξέγερση. Αντίθετα επιδίωξε τη συμμαχία και την σύμπραξη με το ελληνικό χριστιανικό στοιχείο, προσέλκυσε Έλληνες πολεμιστές στους κόλπους της, κύρηξε την ανεξιθρησκεία και επικαλέστηκε και την συμπαράσταση του τότε πρωθυπουργού Ιωάννη Κωλέτη.
1847 Απρίλιος- Αύγουστος επαναστατικό κίνημα Γκιολέκα.
Επεκτάθηκε σε ευρύτατο γεωγραφικό χώρο και διέθετα πλατιά λαϊκά ερείσματα.
Άρχισε από το Κουρβελέσι όπου είχαν συγκεντρωθεί Αλβανοί αρχηγοί και μαχητές των περιοχών Βερατίου, Αυλώνας, Παραμυθιάς, Μαργαριτίου και Πρεμετής. Περίπου 250-300 Λιάπηδες, Τσάμηδες, και Πρεμετηνοί με επικεφαλής τον Γκιολέκα κατέλαβαν το Δέλβινο, γεγονός πού είχε μεγάλη απήχηση.
Στο Δέλβινο ο Γκιολέκας ζήτησε τους καθυστερημένους μισθούς των πολεμιστών του (από την εκστρατεία της Υεμένης).
Η σχετική άρνηση των τοπικών αρχών οδήγησε στην αποπομπή τους και στον εξαναγκασμό του διοικητή του Δελβίνου να εγκαταλείψει την πόλη.
Τότε άρχισαν να συρρέουν πολλοί Έλληνες μαχητές στο στράτευμα του καθώς και πολλοί Τσάμηδες όπως ο Σουλειμάν μπέη Ντίνο από τους Φιλιάτες, ο Χαμίτ Τσάπαρη από το Μαργαρίτι και άλλοι.
Στο μεταξύ οι Τουρκικές αρχές του Αργυροκάστρου είχαν θορυβηθεί πολύ από την παρουσία των επαναστατών και ήλθαν σε διαπραγματεύσεις με τον Γκιολέκα.
Απέτυχαν όμως, ενώ διαδιδόταν ότι μια ξένη δύναμη (η Ελλάδα) βρισκόταν στο πλευρό του Γκιολέκα και υποκινούσε την εξέγερση.
Οι Τουρκικές αρχές έσπευσαν να ενισχύσουν τις φρουρές της Πρέβεζας, των Ιωαννίνων και της Άρτας απέναντι και στις σύγχρονες ενέργειες του Θοδωράκη Γρίβα στην Αιτωλοακαρνανία.
Η επέκταση της ανταρσίας σε μεγάλη γεωγραφική περιοχή ανησύχησε ιδιαίτερα την Πύλη.
Στο Βεράτι μόνο η οικογένεια του μεγαλογαιοκτήμονα και διοικητή
Χουσείν Βρυώνη είχε αρνηθεί να συμμετάσχει στο κίνημα και είχε προκαλέσει την οργή των επαναστατών και την καταδίωξη της.
Η οικογένεια Βριώνη θεωρούνταν ανεπιθύμητη από τους Αλβανούς επαναστάτες, οι οποίοι ζητούσαν την κατάργηση των μετζιλισίων, δηλαδή των επαρχιακών συμβουλίων, των καδήδων (ιεροδικαστών), των διοικητών και των εισπρακτόρων.
Δηλαδή με λίγα λόγια, αντιδρούσαν δυναμικά στις τουρκικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ.
Η εδραίωση του Γκιολέκα σε επίκαιρα σημεία όπως π.χ έξω από το Αργυρόκαστρο, του επέτρεπε να παρεμποδίζει τις κινήσεις του τουρκικού στρατού και να ελέγχει απόλυτα την κατάσταση.
Η πρωτεύουσα της Ηπείρου κινδύνευε σοβαρά και νέες ισχυρότατες ενισχύσεις έφταναν καθημερινά, για να σταματήσουν τον αποκλεισμό του Αργυροκάστρου.
Οι ελληνικοί πληθυσμοί των χωριών της Δρόπολης κακοποιούνταν βάναυσα από τον τούρκικο στρατό και δεκάδες άοπλοι χωρικοί έβρισκαν τραγικό θάνατο από τις αντεκδικήσεις.
Από τα μέσα Ιουλίου το επαναστατικό κίνημα του Γκιολέκα άρχισε σταδιακά να εξασθενεί λόγω των διαφαινομένων αντιζηλιών των στρατιωτικών αρχηγών των Αλβανών, της έντονης δραστηριοποίησης του σερασκέρη και της επιρροής που ασκούσε η οικογένεια Βρυώνη.
Η τελευταία μεγάλη νίκη του Γκιολέκα στα Δολιανά (αρχές δεύτερου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου 1847) που έθεσε σε πολύ μεγάλο κίνδυνο τα Γιάννενα, έμεινε ανεκμετάλλευτη ενόψει της σφοδρότατης αντεπίθεσης του στρατάρχη της Ρούμελης Δαμπιχόρ Μεχμέτ Πασά.
Βαθμιαία το κίνημα του Γκιολέκα έχασε την δυναμικότητα του και σημειωνόταν έντονη διαρροή ανάμεσα στους 27000-28000 μαχητές.
ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΙΤΗΜΑ ΕΝΩΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΤΟΣΚΗΔΕΣ ΚΑΙ ΛΙΑΠΗΔΕΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Τότε στάλθηκε από τους Αλβανούς επαναστάτες το παρακάτω έγγραφο προς την ελληνική κυβέρνηση (15 Αυγούστου).
Κομιστής ήταν ο Στέφανος Τσάλης από το Κηπαρό Χειμάρας.
Ο Μίλτος Μ. Σπυρομίλιος στην μελέτη του «Ελλάς και Αλβανία "Ο Γκιολέκα" συμπεραίνει ότι το περιεχόμενο του παρακάτω εγγράφου, σχετίζεται με το άμεσο παρελθόν της εποχής εκείνης (1827-1829) και συγκεκριμένα με τον πρώτο Αλβανικό σύνδεσμο και τον αρχηγό του Ισμαήλ Μπέη. Από τότε όπως συμπεραίνει ο Σπυρομίλιος οι Νότιοι Αλβανοί επηρεάστηκαν αισθητά από την ίδρυση του Ελληνικού κράτους και συνήθιζαν να καταφεύγουν σ’ αυτό κατά την διάρκεια τουρκικών διώξεων.
Θα πρέπει ακόμη να σημειώθει ότι με το ξέσπασμα της εξέγερσης είχε διαδοθεί ευρύτατα ότι ο Κωλέτης ήταν ενήμερος των επαναστατικών σχεδίων και συμπαραστεκόταν στους Αλβανούς, γεγονός που γέμιζε με αισιοδοξία και αρκετούς Ηπειρώτες όσο τα πράγματα δεν είχαν πάρει ακόμη την μορφή μιας έντονης εθνικής διαπάλης.
Η πεποίθηση για την επιτακτική ανάγκη υλοποίησης της Ελληνοαλβανικής προσέγγισης ήταν ριζωμένη ανάμεσα σε αρκετούς Ηπειρώτες και συνέχισε να επιβιώνει και μετά την καταστολή του κινήματος του Γκιολέκα.
Την περιορισμένη έστω συμπαράσταση του ελληνικού πληθυσμού στους Αλβανούς επαναστάτες αποδεικνύουν και οι βιαιοπραγίες και καταστροφές που δέχθηκαν αργότερα παρά το γεγονός ότι ελληνικές αρχειακές πηγές κάνουν μνεία για συμμετοχή μεγάλου αριθμού Ελλήνων, ενώ δέχονται και την πραγματοποίηση σχετικών επαφών στην Αθήνα ανάμεσα στον Κωλέτη και τον Γκιολέκα.
Η ΕΠΙΣΤΟΛΗ
«Εκλαμπρότατοι Πρόεδροι και πρόκριτοι εις τας αθήνας των χωμάτων Ελλάδος, ο του Μεγαλειοτάτου Όθων ο Βασιλεύς της ελλάδος,
αδελφικώς ασπαζόμεθα και σας ειδοποιούμεν.
Οι προφερόμενοι τον ασπασμόν φέρνομεν το παράπονόν μας εδαφιαίως, επειδή και εμείναμεν παν πτωχός λαός οι κάτωθεν καζιάδες επικράτειαι στον ξυρόν και πετρώδην τόπον, χωρίς καμμίαν επιστήμην, αλλά οπλοφόροι, αφού η Κωνσταντινούπολις εξουσιάστη από τους προτερινούς Σουλτάνους έως σήμερον εφερθήκαμεν υποταγμένοι εις τας προσταγάς των αφεντόπων Βεζιράδων, Πασάδων, Καϊμεκάμιδων έως Μουσελιμάδων. 33 Σουλτάνους σχεδόν 400 χρόνους εχήσαμεν το αίμα μας εις κάθε αιχμαλωσίαν, όπου τους είχον σταθεί, όμως όποιος δεν αγαπάγει Βασιλεία, αλλ’ ούτε θεότι αγαπάγει` τα προτετηρινά ουσούλια μας έλειψαν και μας έβαλαν νέα όπου δεν υποφέρονται στους τόπους μας` μας έβαλαν δωδεκάδα εις κάθε καζάν μας και έκριναν χατηρικώς και αδίκως όχι διά ριζιάν Θεού και του προφύτου μας αλλά ζιώρλεν και δυναστικώς ως εντόπιοι και όχι να κρένουν ως όλοι οι Βασιλείς του Ευρώπ` διά τούτο εγείναμεν αποστάται εις τον Βασιλέα μας όπου τον είχαμεν Βεκύλην και Πατέραν των όλων ημάς Μουσουλμάνων και επαραπονεύθημεν τόσες και τόσες φοραίς με αμάν και με δάκρυά μας και δεν μας έδειναν διάστημα, αλλ’ ούτε χαρτσουάλι ήγουν αναφοράν, μην ευσπλαχνίζωνταν η Βασιλεία διά εμάς τους φακήρ φουκαράδες, διά τούτο στέλνομεν τον επίτηδες άνθρωπόν μας να μιλήση διά ζώσης φωνής με την εκλαμπρότητά σας τα δέοντα, αν η Μεγαλειότης της Βασιλείας μας καμπολιέβη ήγουν μας δέχεται να γινώμεθα σιούδιτοι οι κάτωθεν 5 Καζαϊδες με καπιτουλατσιόνη Νόμους, όπου να μας δώση και να του δόσωμεν διά ησυχίαν μας` διά ριζάν Θεού όπου εγεννήθημεν γυμνοί και θα πεθάνωμεν. Εκ μέρους μεγαλοδυνάμου και αν ελπίδα σωτηρία δεν είναι διά εμάς ας πεθάνωμεν και από σπαθί ανθρώπων` αν ήπεν ο Θεός, έτσι ας γίνη` ικητευόμεθα οι κάτωθεν καζάϊδες Αυλώνος, Δέλβινο, Μεναχιέ, Κουρβελιέσσι, Μαλακάστρα, η άνω και η κάτω του Μπερατιού και Τεπελένι και Ντιονίστα όλα 5 καζάϊδες παρακαλούμεν να ευσπλαχνισθή η Βασιλεία σας όχι και δεν μας αγαπάγει έχε ειπεί ο Θεός να αποθάνωμεν` δεν πλέον αγαπάμαι να ζήσωμεν απάνω εις την γην, και αν η Βασιλεία μας αγαπάγει μας ειδοποιείται να κάμωμεν και άλλες επικράτειες με την ευχαρίστησίν μας και εγγύϊσιν διά εμπιστοσύνην με όπως η Βασιλεία αγαπάγει.
Ο επιφερόμενος σας λέγη διά ζώσης και να μας απολογηθήτε ταύτα και του Θεού να γείνη. Οι αγαπητοί σας Πρόεδροι σαϊμπίδες των 5 καζάδων επιφαινόμενοι με τα σφραγιστήρια όλα. Έχομεν και τα έγγραφα του πρώην Μερχούμ Σανδραζεμέτα προς εμάς και ποίος μας κρένη, αλλά εν ημέρα κρίσεως να απολογηθώμεν. Όχι άλλο.
Ακολουθούν 47 σφραγίδες μπέηδων και αγάδων.
Ιδού όπου τα ανωτέρω σφραγιστήρια ως σαϊμπίδες του τόπου μας να τα παρατηρήσετε καλώς και να σας αποκριθώμεν με εγγύϊσιν διά σιγουριτά σας και διά ασφάλειαν.»
Oι αλβανοί ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΟΙ μπέηδες και οπλαρχηγοί που υπόγραψαν την επιστολή ήταν οι εξής:
Σαντζάκι Δελβίνου:
Ζενέλ Γκιολέκας
Τζελήλ Αγά (Τσέλιο Πιτζιάρι)
Σέικο Μπουλιούσι
Μουχαρέμ Μπελιούλι
Αβντούλ Μπέη Κόκκα
Κιούλιου Τσαπάρι
Μουχαμέτ Σελμάνι
Μούχο Πρόνιο
Ζαχήρ Πρόνιο
Οσμάν Κούτσι
Μουχαμέτ Αμπάζι
Αλήκο Χόντο
Ντζάτα Σέλφο
Λιατίφ Ελμάζι
Μάνε Μπεκίρι
Ντέμτζε Πιτσάρι
Χόντο Νιβίτσα
Σούλιο Τζιόμπο
Λιάμε Ντούκα
Σαντίκ Μπολένα
Δερβίς Καλαράτι
Λιάμε Πετάνι
Σάκκο Μάλιο
Μουσταφά Μπραίμι
Κάπο Λειφτάρι
Λιάμε Χούσιο
Μουσταφά Μπέντο
Μιφτάρ Πίνα
Σιέχη Ντούρο
Ελμάς Τσόμπο
Τζιαφέρ Ντέμα
Αχμέτ Ντίνο
Σαντζάκι Αυλώνα
Μπεκίρ Βέλιο Κανίνα
Χαντέρ Σούλιο Κανίνα
Μουσταφά Μπίμα Κανίνα
Σαντίκ Αρμένος
Μουχαμέτ Μούτζιο
Ισμαήλ Μεκάτι
Ζέκιο Τζιάφα Καλμπουνάρι
Πάσιο Σελμάν Κουτζουλιάσι
Χατζή Ταχήρ Μαυρόβα
Νταλίκ Τζέλιο Μαυρόβα
Σελήμ Αγά Βλιώρα
Μετζάν Αγά Βλιώρα
Φειζόμπεη
Λιάτο Καμίνα
Μάλκο Νέλιο Λιόπεσι
Μάτο Τσαούση Λιόπεσι
Τζατζιά Μαρτολόζι
Αχμετίν Σιέσχις
Σαντιέτι Βασιάρι
Αχμέτ Αγά Βασιάρι
Μεχμέτ Κιόλασι
Οσμάν Ράπο Φράταλι
Μπεκίρ Μπρατσάνο
Λιούλιο Αμπάζι
Ζενιέλ Χόντο
Ιμπραίμ Τσίμπρο
Λίλιο Κέντρο
Μέτα Τζιόμπο
Τάλιο Αμπίλι
Σινάν Ντελβίσι
Χίτο Νταούτ Μαυρόβα
Ζίμπο Κέστι
Μεχμέτ Τρασοβίτσα
Ιμέρ Αλή Κούδισι
Μουσταφά Μπέγα
Ισμαήλ Μπέγα
Ντερβίς Αλή Ντουκάτι
Μετάν Αλή Ντουκάτι
Καμπέρ Τέλιο Τραγκιάστι
Μαχμούτ Χόντζα
Ντούλιε Ζώτο
Μπαιράμ Μούτζο
Σελία Χασάνι
Χτζή Χότζα Σμοχθίνα
Μαλακάστρα
Ραπούς Αγά Καμπτίμπασι
Σιαμπάν Πεστάνι
Σκέητο Χίσο Κεσαράτι
Σουλειμάν Τσέλιο Τότζι
Οσμάν Μπίλιο
Ντούλιε Μάτο Καλιβάζι
Τζελήλ Τουρός Καλιβάζι
Σαντίκ Λουφτίνα
Ράμκα Κόμαρι
Αχμέτ Ματαλόζι
Μαχμούτ Λιάμα Λιάβανι
Τζάτζια Λιάβανι
ΣΠΙΤΙΑ
ΑΠΑΝΩ ΜΑΛΑΚΑΣΤΡΑ 1388
ΚΑΤΩ ΜΑΛΑΚΑΣΤΡΑ 2911
ΜΟΥΖΑΚΙΑ 1011
ΒΕΡΑΤΙ 711
ΤΟΠΑΛΤΙ 2830
ΣΚΡΑΠΑΡΙ 1339
ΤΟΜΟΡΙΤΣΑ 590
ΤΕΠΕΛΕΝΙ 4500
ΑΥΛΩΝΑ 4500
ΔΕΛΒΙΝΟ 1840
ΣΥΝΟΛΟ 21620 ΣΠΙΤΙΑ ήτοι με 6-7 άτομα το σπίτι σημαίνει 140.000 άτομα
Αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι μερικά από τα ονόματα των αγάδων μαρτυρούν χριστιανική επιρροή που σημαίνει ότι δεν είχαν περάσει πολλές γενιές από την εποχή που εξισλαμίστηκαν ενώ ίσως μερικοί ήταν και ελληνικής καταγωγής.
Επίσης, αξιοπρόσεκτη είναι η γλώσσα σύνταξης της επιστολής, καθώς και το συμπέρασμα που βγαίνει ότι οι Αλβανοί αγανάκτησαν από την φορολογία και την αγνώμονα στάση των Οθωμανικών αρχών απέναντι σε αυτούς, που βοήθησαν και σεβάστηκαν τόσο πολύ την Μεγάλη Πύλη αυτούς τους τέσσερις αιώνες.
1847 31/08 Ο κομιστής έφτασε στην Αθήνα αλλά ο Κωλέτης είχε ήδη πεθάνει.
ΠΗΓΉ: «ΗΠΕΙΡΟΣ ιστορία του Βορείου Ελληνισμού» Κ.Α ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ
------------------------------------------------------
ΠΑΡΕΠΟΜΕΝΑ
H Πύλη εξουδετερώνει όλες τις αλβανικές αντιστασιακές εστίες.
Ο Γκιολέκας χάνει την ζωή του αργότερα σε μία σύγκρουση το 1851 ή 1854
Την επαύριον της επανάστασης του Γκιολέκα μεγάλο μίσος χώριζε Αλβανούς και Τούρκους καθώς και με Αλβανούς που είχαν συνεργαστεί με τους Τούρκους.
Για να καταπραΰνει τα πνεύματα η Πύλη διορίζει τον Ισμαήλ Πασά γιό του Βελή Πασά και εγγονό του Αλή Πασά Τεπελενλή γενικό διοικητή στο βιλαέτι Ιωαννίνων.
Ο διορισμός του στο πόστο του βαλή Ιωαννίνων ήταν άριστα μελετημένη ενέργεια Πύλης και Άγγλων και στόχευε να κατασιγάσει τα οξυμένα Αλβανικά πνεύματα ώστε να διατηρήσει τον έλεγχο της κατάστασης και αφετέρου να αποδυναμώσει οποιαδήποτε ελληνοαλβανική προσέγγιση υποδαυλίζοντας τις ανθελληνικές τάσεις και εκφάνσεις των ισχυρών Αλβανών τοπαρχών.
Ο Ισμαήλ Πασάς αμνήστευσε πρωτεργάτες του κινήματος του Γκιολέκα οι οποίοι ήταν και οι πιο επικίνδυνοι όπως τους
Τσέλιο Πίτζιαρι από το Τεπελένι
Σελίμπεη από Αυλώνα
Σούλιο Καλαπόδη Δέλβινο
Και Δερβίς μπέη Αλπασάνη
Ενώ οι υπόλοιποι συνεργάστηκαν στενά μαζί του.
Αυτή η κίνηση του Ισμαήλ προκάλεσε χάσμα με την άλλη μερίδα των Βρυώνηδων (Χουσείν πασά Βρυώνη) και τους Φρασσαραίους οι οικογένειες των οποίων είχαν εξοντωθεί από τους επαναστάτες.
Ο Ισμαήλ έμεινε μόνο ενάμιση χρόνο Βαλής Ιωαννίνων βασικός λόγος της καθαίρεσης του η διαιρετική και διχαστική του πολιτική ανάμεσα στους Αλβανούς προκρίτους και ιδιαίτερα η διάσταση του με τους Βρυώνηδες και τους Φρασσαραίους.
Και εκείνοι διέθεταν ισχυρότατα ερείσματα στην Πύλη παρά την άμεση παύση του Χουσείν πασά Βρυώνη διοικητή Αυλώνας το καλοκαίρι του 1851.
Το κίνημα του Γκιολέκα και η συμμετοχή Ελλήνων πολεμιστών σ’ αυτό είχε σοβαρές προεκτάσεις και προς την ελληνική πλευρά και ερμηνεύει εν μέρει τις αντιδράσεις των Ηπειρωτών στις προσπάθειες της Πύλης να ελέγξει τα εθνικά κινήματα των υποδούλων.
Ήδη από τις αρχές της τέταρτης δεκαετίας του 19ου αιώνα σημειωνόταν σοβαρή αντάρτικη δράση στον ηπειρωτικό χώρο, η οποία γνώριζε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις με την διάδοση της Μεγάλης Ιδέας και την ένταση των αλυτρωτικών αισθημάτων των Ηπειρωτών. Σοβαρή ώθηση προς την κατεύθηνση αυτή έδωσε αναμφίβολα η προσωπικότητα του Ι.Κωλέτη, κύριου εμπνευστή της Μεγάλης Ιδέας ο οποίος ασκούσε μεγάλη επιρροή στους συμπατριώτες του.
Στα μεγάλα αστικά κέντρα της Ηπείρου η Μεγάλη Ιδέα διαδόθηκε ταχύτατα και πολυάριθμοι Έλληνες συγκρότησαν αντάρτικα σώματα στα Ζαγόρια, στο Σούλι, στη Θεσπρωτία, στα Γιάννενα, στο Ξεροβούνι, στο Μέτσοβο, στη Γότιστα, στη Ζίτσα και στη Χειμάρα ενώ τα αιτήματα προς τα ιόνια νησιά για προμήθεια όπλων ήταν συνεχή.
Λίγο πριν κλείσει το πρώτο μισό του 19ου αιώνα ο οπλαρχηγός Θοδωράκης Γρίβας έκανε έντονη την παρουσία του στην περιοχή της Πρέβεζας.
Το κίνημα του Γκιολέκα και η ελληνοαλβανική προσέγγιση που είχε σημειωθεί σε συνδυασμό με την επιρροή, την οποία ασκούσε ευρύτερα η μορφή του Ιωάννη Κωλέτη στους ηπειρωτικούς και αλβανικούς κύκλους, αναζωπύρωσε το ελληνικό ενδιαφέρον στην Αθήνα και συνέβαλε στην καλλιέργεια πρόσφορου κλίματος και στην ανάπτυξη θεωριών σχετικά με την φυλετική και γλωσσική συγγένεια Ελλήνων και Αλβανών.
Από τότε δημιουργήθηκε στο ελληνικό κράτος ισχυρό ρεύμα υπέρ της ελληνοαλβανικής ένωσης και συνύπαρξης και άρχισαν να διατυπώνονται διάφορες απόψεις σχετικά με την ελληνική καταγωγή της αλβανικής γλώσσας.
Το φαινόμενο αυτό κορυφώθηκε με την πάροδο του χρόνου, για να εξελιχθεί σε πυρετώδη προσπάθεια των ελλήνων λογίων, που επιχείρησαν με πάμπολλα έργα τους ν’ αποδείξουν τη γλωσσική και φυλετική συγγένεια Ελλήνων και Αλβανών.
Την εποχή εκείνη 1849 ιδρύθηκε στην Αθήνα ένα είδος «Πολιτικής Εταιρείας» με την πρωτοβουλία ορισμένων Ελλήνων πολιτικών και στρατιωτικών και ιδιαίτερα του Κωνσταντίνου Λεβίδη.
Η εταιρία αυτή είχε στόχο να καλλιεργήσει πρόσφορο έδαφος και να προετοιμάσει την κοινή γνώμη για τη μελλοντική ένωση Ελλάδας και Αλβανίας.
Αν και οι Αλβανοί δεν υιοθετούσαν σε γενικές γραμμές παρόμοιες θεωρίες κυρίως λόγω της διαφοράς της θρησκείας, παρόλο αυτά ορισμένοι αποδέχθηκαν αργότερα μια ελληνοαλβανική προσέγγιση με αντάλλαγμα τη δημιουργία αναχώματος απέναντι στη σλαβική επιβουλή και στην ιταλική και αυστριακή επιρροή. Υποστήριξαν τότε την συγκρότηση ενός δυαδικού κράτους στο πρότυπο του αυστροουγγρικού μοντέλου διατηρώντας βέβαια πλήρη αυτονομία μέσα στους κόλπους του.
-------------------------------------
Με την κατάπνιξη της επανάστασης αρκετοί αγωνιστές ανάμεσα τους και ο Γκιολέκας και ο Τσέλιο Πίτσαρι βρήκαν καταφύγιο στην Ελλάδα.
1847 όταν ηρέμησαν τα πνεύματα ο Σουλτάνος έδωσε αμνηστία. Τότε ο Γκιολέκας (Δεκέμβριος 1847) παρουσιάστηκε στον τοπάρχη της Θεσσαλίας και δήλωσε υποταγή .
1852 Η Πύλη διορίζει τον Γκιολέκα τοπάρχη στο Μαυροβούνιο όπου έπειτα από λίγο καιρό σκοτώνεται σε εκστρατεία.
Μετά την καταφυγή στην Ελλάδα χάνουμε και τα ίχνη του Τσέλιο Πίτσαρι όμως το 1877 τον βρίσκουμε στην θεσσαλική επανάσταση να ηγείται σώματος Αλβανών με τους οποίους έλαβε μέρος στην μάχη της Μακρινίτσας.
Μετά το τέλος της μάχης εκείνης μη μπορώντας να ξαναγυρίσουν στην Ήπειρο αυτός και μερικές δεκάδες από τα παλλικάρια του ήλθαν στην Αθήνα και ακολούθησε ο καθένας την τύχη του.
Ο Τσέλιο Πίτσαρι βοηθήθηκε από τον Δήμαρχο Αθηναίων Δημήτριο Σούτσο συμπολεμιστή του στον Θεσσαλικό αγώνα και οι Αθηναίοι μετέτρεψαν το όνομα του σε Τσελεπίτσαρης. (Εξού και η γνωστή συνοικία)
Δεν άφησε δε, ούτε όταν έφτασε σε πολύ προχωρημένη ηλικία, την αγωνιστική του ορμή και τα ενδιαφέροντα του για τα εθνικά ζητήματα.
Έγινε οπαδός του Δεληγιαννικού κόμματος , που ήταν το φλογερώτερο, μετείχε σε όλες τις διαδηλώσεις του και στόλιζε απαραιτήτως, με την γραφική του παρουσία, ημέρα και νύκτα, το λαϊκό θεωρείο της βουλής των Ελλήνων
ΠΗΓΗ: «ΑΡΒΑΝΙΤΕΣ οι Δωριείς του νεώτερου Ελληνισμού» Κώστα Μπίρη